Ο Γιάννης Πατίλης μιλάει στον “Λωτό” για τον Νίκο Καρούζο

Τον αποκαλούν «Πατριάρχη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας» και όχι άδικα. Ο εκδότης του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού «Πλανόδιον» Γιάννης Πατίλης ανθολογεί τον Νίκο Καρούζο και μας μυεί στον μαγικό κόσμο του μεγάλου ποιητή μας στο βιβλίο «Χερουβείμ Αρουραίος – Ο ποιητής Νίκος Καρούζος» (Ίδρυμα Στασινόπουλος – εκδ. Γαβριηλίδη).

Πώς προέκυψε το βιβλίο σας «Χερουβείμ Αρουραίος – Ο ποιητής Νίκος Καρούζος» και πώς ήταν η συνεργασία σας με το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος;
Το εν λόγω βιβλίο είναι το όγδοο μιας σειράς με τίτλο «Δύο Αιώνες Ελληνικής Ποίησης. Έλληνες ποιητές ανθολογούν και παρουσιάζουν Έλληνες ποιητές», την οποία εισηγήθηκα (και ομόφωνα έγινε αποδεκτή) στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος του Δήμου Νέας Ιωνίας, στο ΔΣ του οποίου δραστηριοποιούμαι ως τακτικό μέλος κατά την τελευταία εικοσαετία. Η σειρά αυτή βασίζεται σ’ έναν τριετή κύκλο διαλέξεων, που ολοκληρώθηκε πέρυσι, με την παρουσίαση από αξιόλογους σύγχρονους ποιητές, νεώτερους και λιγότερο νέους, πενήντα περίπου (για την ακρίβεια σαράντα εννέα) πολύ σημαντικών ή σπουδαίων ποιητών μας από την εποχή της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως (της οποίας σχετικώς σύντομα θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια) έως τις μέρες μας – συγκεκριμένα έως τους τεθνεώτες της λεγόμενης ‘γενιάς του ‘70’. Με την έκδοση και των 49, ει δυνατόν, σχετικών ποιητικών τόμων, το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος με την στενή συνεργασία και υποστήριξη των εκδόσεων Γαβριηλίδη, φιλοδοξεί να δώσει μέχρι το σημαδιακό 2021 το ποιητικό πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης...
Το Ίδρυμα απευθύνθηκε σε αρκετούς σύγχρονους ποιητές με κριτήριο πάντα την βαθύτερη εκλεκτική συγγένεια, γνώση, αγάπη ή επιθυμία που διέβλεπε σ’ αυτούς για ορισμένους ποιητές του παρελθόντος, ενώ ποιητές μέλη ή ποιητές τακτικοί συνεργάτες του Ιδρύματος ανέλαβαν να κάνουν από την πλευρά τους μια παρόμοια συνομιλία... Έτσι κι εγώ αποφάσισα να συναντηθώ με το έργο δύο ποιητών, των οποίων εκτιμώ και αγαπώ ιδιαιτέρως το ποιητικό τους επίτευγμα, αν και πολύ ανόμοιων μεταξύ τους: του Αργύρη Χιόνη και του Νίκου Καρούζου.

Τι σας γοήτευσε στον Νίκο Καρούζο σαν ποιητή και σαν άνθρωπο;
Τον γνώριζα από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αλλά στενότερη επαφή είχαμε στη δεκαετία του ’80, με αφορμή τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες του μουσικοποιητικού σχήματος «Νήσος» στο οποίο συμμετείχα και, αργότερα, του λογοτεχνικού περιοδικού που εξέδιδα, του Πλανόδιου...
Στον Νίκο Καρούζο με τράβηξε πρωτίστως η ποίησή του, ενώ στην ανθρώπινη επαφή μαζί του ο ανιδιοτελής, άμεσος και ειλικρινής τρόπος με τον οποίο δινόταν στον συνομιλητή του, ο τρόπος με τον οποίο βίωνε ψυχοσωματικώς τα λεγόμενα ‘πνευματικά ζητήματα’ κάνοντάς τα απόλυτες υπαρκτικές προϋποθέσεις του εμπλεκόμενου προσώπου την ίδια εκείνη στιγμή της ανθρώπινης επαφής! Ένας τρόπος εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακός που μεταφερόμενος σε ζητήματα πιο πρακτικά τον έκανε κοινωνικώς ανυπεράσπιστο και ανίκανο να ελιχθεί αυτοσυντηρητικά. Ο καθημερινός προφορικός λόγιος Καρούζος ανήκε σ’ εκείνο το σπάνιο είδος ανθρώπου της αυστηρής σωκρατικής παράδοσης, κατά την οποία το υποκείμενο ως πρόσωπο δεν διαχωρίζεται ποτέ από το αντικείμενο και τις συνέπειες του στοχασμού του, όπως διαστροφικώς συμβαίνει συνήθως στην δυτική φιλοσοφική παράδοση που μας έχει εμποτίσει... Στον πνευματικό κόσμο του ο χειροπιαστός ομιλητής είναι και γίνεται ο ίδιος ο στοχασμός του, ή όπως χαρακτηριστικά το συμπυκνώνει στον πεζό αφορισμό του: «Νά ‘σαι διανοούμενος, έστω. Νά ‘σαι όμως με τη σάρκα σου».

Ποια πρόκληση αντιμετωπίσατε κατά την ανθολόγηση του έργου του και τη συγγραφή του βιβλίου;
Τόσο απο πλευράς ιδεών/ πνεύματος όσο και από πλευράς μορφής η συνολική και σε βάθος οικείωση με το έργο του Νίκου Καρούζου είναι εξαιρετικά δυσχερής.
Στο επίπεδο ιδεών/ πνεύματος το ποιητικό έργο του συνιστά ένα ασύνηθες αμάγαλμα αρχαϊκών ή προνεωτερικών στοιχείων με στοιχεία νεωτεριστικά του πιο ακραίου ίσως μοντερνισμού... Η συνεκτική και νοηματικώς παραγωγική ανασύνθεσή τους είναι σχεδόν αδύνατη για τον συνηθισμένο σύγχρονο αναγνώστη, τον ασυνειδήτως νοησιαρχούμενο, για τον οποίο η «μεταφυσική βίωση», για παράδειγμα, ή το «θαύμα» γίνονται κατανοητά μόνον ως λογοτεχνικοί τρόποι. Το τρίστιχο λ.χ. του Καρούζου:
Πηγάζω από ηλιθιότητα· δυσφορώντας
να είμαι έξυπνος.
Τετέλεσται· ο μέγας παρακείμενος του κόσμου.
ευθυγραμμίζεται απολύτως με το «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν» της Πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής του αποστόλου Παύλου...
Αλλά και στο επίπεδο της μορφής ο άσβηστος πόθος γλωσσικής καινουργίας και η συνεπαγόμενη πολυσημία και διάχυση του ύφους δημιουργεί σε πρώτη και δεύτερη, επιπόλαιη πάντως και αποσπασματική επαφή και ιδίως σε περισσότερο καλλιεργημένους αναγνώστες, την εντύπωση ενός ταλαντούχου πιθανόν αλλά προχειρογράφου και, τελικώς, αδιάφορου για το σπουδαίο και σοβαρό αποτέλεσμα ποιητή...
Με την εκατοντασέλιδη εισαγωγή μου στο ποιητικό έργο του Νίκου Καρούζου, στον τόμο που προαναφέραμε, προσπάθησα να αντιμετωπίσω συνολικώς τα ζητήματα αυτά, τόσο στο γραμματολογικό όσο και στο ερμηνευτικό τους επίπεδο, χαράσσοντας μια απλή και κατανοητή οδηγητική γραμμή στην διερεύνησή τους, που την συμπυκνώνω στον τίτλο της... Ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να τις διεξέλθει, θα κρίνει την προσέγγιση αυτή με τη σειρά του...
Όσο για την προτεινόμενη ανθολόγηση από το έργο του, εξίσου δύσκολη για μια σειρά λόγους που αναλύω, εστίασα σε εκείνα τα ποιήματα (αλλά και τους πεζούς στοχασμούς του) που κατά τη γνώμη μου στοιχειοθετούν παραδειγματικώς το είδος κατανόησης του ποιητικού κατορθώματός του το οποίο υποστήριξα στην εισαγωγή μου.

Κατά τη γνώμη σας τι είναι αυτό που κάνει τον Νίκο Καρούζο έναν από τους σημαντικούς σύγχρονους ποιητές μας;
Παρόλη την δημοφιλία που απολαμβάνει μεταξύ των νεώτερων αναγνωστών, αλλά και των νεώτερων ποιητών, η ποίηση του Νίκου Καρούζου, η «μεγαλοσύνη» του και η «σημαντικότητά» του ως ποιητή, δεν είναι διόλου αυτονόητη για πολλούς καλλιεργημένους αναγνώστες του, και ομοτέχνους του επίσης, ιδίως παλαιότερων γενιών ή και δυνητικώς συνομηλίκων του, αν θα ζούσε σήμερα...
Ετούτη την ανισομερή πρόσληψη εξετάζω και στην εισαγωγή μου και επιχειρώ ώς ένα βαθμό να εξηγήσω...
Το επ’ εμοί, η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι, συνενώνοντας στον ύψιστο βαθμό τον άνθρωπο με τον ποιητή, βίωσε και εξέφρασε, στο πρόσωπο και το ποιητικό του έργο, την βαθειά τραγωδία της πνευματικής ανεστιότητας του νεωτερικού ανθρώπου, με την ακραία αγωνία που την συνοδεύει, αντάμα με τον βαθύ προσωπικό και εξίσου βιωματικό πόθο της υπέρβασής της, παραμένοντας πεισματικά —όσο και απαρηγόρητος λογικά— ένθεος!... Αυτά με έναν γλωσσικώς συνακόλουθο και συνεπή στις συλλήψεις του ρηξικέλευθο εκφραστικό τρόπο, πρωτοφανή στα γράμματά μας, που στις πλέον ακραίες στιγμές του πιστοποιούσε πως η ενσάρκωση του θαύματος στην ποιητική γλώσσα περνούσε μόνον μέσα από την υπερφυά συντριβή της – έτσι καθώς τον ενδιέφερε πάνω απ’ όλα «το Πρόβλημα το άλυτο με οποιαδήποτε έκφραση», όπως δήλωνε!

Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη

Back to top