Συνέντευξη της Marie D.

Υπήρξε η σύντροφος του Ντέμη Ρούσσου τα τελευταία είκοσι ένα χρόνια της ζωής του. Η  Marie D. μας μιλάει για τη σχέση της με τον μεγάλο σταρ και για το δικό της πνευματικό  ταξίδι.

 

Πώς και πότε γνωριστήκατε με τον Ντέμη Ρούσσο;

Συναντηθήκαμε στην πόλη μου, στο Παρίσι, μια πόλη που ο Ντέμης αγαπούσε πολύ και την επισκεπτόταν τακτικά για να ψωνίζει ρούχα - είναι γνωστό ότι λάτρευε τη μόδα – αλλά και για να αλλάζει  εντυπώσεις και γεν ικά να εμπνέεται. Η γνωριμία μας έγινε στο σπίτι ενός κοινού φίλου από τον Λίβανο. Ήταν αυτό που λέμε «κεραυνοβόλος έρωτας». Μια καρμική συνάντηση. Είχαμε και οι δύο άλλους συντρόφους τότε. Ο Ντέμης ήταν παντρεμένος με μία Αμερικανίδα, αλλά δεν ένιωθε ικανοποιημένος από τον γάμο του γιατί δεν τον γέμιζε ο μηχανιστικός χαρακτήρα της κουλτούρας της, χρειαζόταν κάτι πιο ζεστό. Είχα κι εγώ μία σχέση που τη διέκοψα αμέσως μετά τη γνωριμία μας. Πολύ γρήγορα αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί. Το σπίτι μου, ένα μικρό παριζιάνικο διαμέρισμα, του φάνηκε ακατάλληλο. Μόλις το είδε, με τον πληθωρικό του τρόπο αναφώνησε: «δε μπορούμε να μείνουμε εδώ, είναι πολύ μικρό. Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγαμε!» Όσο τρελό κι αν ακούγεται, το έκανα αμέσως. Τόσο  σίγουρη ήμουν ότι αυτός ο άντρας ήταν το πεπρωμένο μου κι ότι έπρεπε να τον ακολουθήσω οπουδήποτε για να μας δώσω την ευκαιρία να είμαστε μαζί. Έτσι βρέθηκα και στην Ελλάδα.

Δικαιωθήκατε στη συνέχεια γι’ αυτή σας τη σιγουριά;

Βεβαίως. Η σχέση μας αποδείχθηκε από τις πιο συναρπαστικές εμπειρίες της ζωής μου. Αν και δεν ήταν πάντα εύκολα τα πράγματα. Είχαμε και οι δύο ισχυρό χαρακτήρα και αρκετές ιδιοσυγκρασιακές διαφορές. Ειδικά στην αρχή, αυτό έκανε τη σχέση μας έντονη έως και εκρηκτική. Με τον καιρό, κατάλαβα ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να μην τον κοντράρω, αλλά να αποχωρώ, να δίνω χώρο και χρόνο για… να ηρεμήσουν τα πάθη και να επανέρχομαι όταν έχει αποκατασταθεί η γαλήνη. Γενικά, κοντά του χρειάστηκε να αναπτύξω αρετές όπως μεγάλη υπομονή, αγάπη και αφοσίωση. Για είκοσι ένα ολόκληρα χρόνια δεν ήμουν μόνο η γυναίκα του, ήμουν και ο πιο στενός του συνεργάτης, η προστασία και η ασπίδα του απέναντι σε κάθε τι κακόβουλο στο οποίο μοιραία εκτίθετο. Δεδομένου ότι από τη φύση μου είμαι μάλλον χαμηλών τόνων, οι ρόλοι που ανέλαβα κοντά του δεν μου ήταν πάντα εύκολοι. Από την άλλη πλευρά, δε συναντάς συχνά ανθρώπους με το δικό του βεληνεκές. Οπότε θεωρώ τεράστια τύχη αυτό το ταίριασμα.

Τύχη από ποια πλευρά;

Καταρχήν, τη ρομαντική. Ακόμα κι αυτό βέβαια, είχε τα ρίσκα του. Ήμουν ερωτευμένη με ένα είδωλο, έναν ροκ σταρ που όλοι τον λάτρευαν – και κυρίως οι γυναίκες. Ένας τέτοιος  καλλιτέχνης ανήκει σε όλο τον κόσμο, ανήκει στο κοινό του. Αυτό δεν αλλάζει, οφείλεις να το αποδεχθείς. Υπήρχαν περιπτώσεις που μπροστά στα μάτια μου τον πλησίαζαν νεαρές κοπέλες και του έδιναν το τηλέφωνό τους, καθόλου αθώα. Όσο υπεράνω κι αν ήμουν, εκνευριζόμουν. Όμως μ’ έκανε ο ίδιος να νιώθω ασφάλεια, μου έλεγε «δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς» κι έτσι με τον καιρό χαλάρωσα κι άλλωστε από ένα σημείο κι έπειτα ήταν υπόδειγμα πιστότητας. Από την άλλη ήταν τόσες οι χαρές, το ενδιαφέρον, η συναρπαστική ζωή που βίωνα μαζί του, οι γνωριμίες με τόσο σημαντικούς ανθρώπους – και δεν εννοώ σημαντικούς από πλευράς διασημότητας αλλά από πλευράς ουσίας – που πραγματικά θεωρώ ότι υπήρξα ευλογημένη.

Από τη δική του πλευρά σε τι τον ωφέλησε η γνωριμία σας;

Νομίζω ότι τον βοήθησα να ανακαλύψει την πιο πνευματική του πλευρά. Όταν τον γνώρισα ήταν βυθισμένος στην ύλη, πολύ βαθιά. Όμως μέσα του υπήρχαν σημαντικά πνευματικά στοιχεία που στη συνέχεια αναδύθηκαν. Ήταν εξαιρετικά διαισθητικός και ευαίσθητος, μια προχωρημένη ψυχή.

Τι αγαπούσε πιο πολύ, τι τον δελέαζε;

Έχουν ακουστεί πολλά για τις ρολς-ρόϋς, τις κελεμπίες, τις υπερβολές του. Ο Ντέμης ήταν ένα μεγάλο παιδί. Στην ουσία, δύο ήταν οι μεγάλες του αγάπες: το φαγητό και τα ρούχα. Επίσης ήταν πολύ δοτικός και τρυφερός με την οικογένειά του, τα παιδιά του, τους φίλους του.

Ήταν ένας σταρ με παγκόσμια ακτινοβολία. Πόσο international και πόσο ελληνική ήταν η νοοτροπία και ο χαρακτήρας του;

Ήταν και τα δύο σε κάποιο βαθμό. Αλλά φυσικά, ήταν κυρίως έλληνας. Ειδικά μάλιστα όταν βρισκόμασταν στην Ελλάδα, γινόταν πιο έλληνας απ’ όλους – ενώ στο εξωτερικό γινόταν διεθνής.

Πώς αντιμετώπιζε τη δουλειά του;

Η τελειομανία του ήταν κάτι το παροιμιώδες. Χρειαζόσουν πολύ γερά νεύρα για να αντέξεις την ένταση που υπήρχε στις δημιουργικές φάσεις. Ήμουν η πιο στενή του συνεργάτης και το γνωρίζω πολύ καλά, από πρώτο χέρι.

Ζήσατε είκοσι ένα χρόνια μαζί, έως το τέλος του. Σας λείπει;

Και ναι και όχι. Μου λείπει η φυσική του παρουσία, αλλά και δεν μου λείπει, γιατί τον αισθάνομαι πάντα κοντά μου. Σε κάποιο επίπεδο επικοινωνούμε ακόμα. Κι αυτό δεν θα πάψει ποτέ. Σας μιλώ τώρα γι’ αυτόν, διότι ξέρω ότι μου το επιτρέπει κι ότι το θέλει.

Ακολουθείτε ένα πνευματικό δρόμο. Μπορείτε να μου πείτε ποιος είναι αυτός;

Δεν είναι κάποια θρησκεία. Οι θρησκείες έχουν κάνει περισσότερο κακό παρά καλό με τον φανατισμό τους. Με απλά λόγια, πιστεύω ότι όλοι ερχόμαστε εδώ, στη γη, με κάποιο σκοπό που η ψυχή μας έχει προαποφασίσει, με κάποια ιδιαίτερη αποστολή. Οι εμπειρίες μας βοηθούν να αναπτυχθούμε και να την φέρουμε εις πέρας.

Ποια είναι λοιπόν η δική σας αποστολή στη ζωή;

Να είμαι ευτυχισμένη.

Ποια ήταν η αποστολή του Ντέμη;

Να δίνει χαρά στους ανθρώπους. Και ήταν κάτι που κατάφερε να το κάνει, γι’ αυτό και έφυγε ολοκληρωμένος.

Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη

 

 

Back to top