Βασίλης Ηλιακόπουλος | Συνέντευξη

«Δεν υπάρχουν ατομικές ουτοπίες. Η ουτοπία, από τη φύση της έχει κάτι συλλογικό. Τείνει μάλιστα να είναι πανανθρώπινη. Κρατά με τρυφερότητα μες στο χέρι της την πάσχουσα ανθρωπότητα»   

 

Μπορούμε να ξαναβρούμε τη μαγεία του κόσμου, την ελευθερία, τη δύναμη του οράματος για μία ζωή με νόημα και σκοπό;

Με την «Ουτοπία», το νέο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πανοπτικόν, ο συγγραφέας Βασίλης Ηλιακόπουλος μας υπενθυμίζει ξεχασμένες αξίες και μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι γεμάτο έμπνευση και φαντασία.

 

                                                Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη

 

Κάτω από ποιες συνθήκες και με τι διάθεση γράψατε το νέο σας βιβλίο;

Κάτω από συνθήκες διαρκώς επιδεινούμενες, με τάση να γίνουν ζοφερές, στις οποίες όμως κρατώ την ψυχραιμία μου και μια κρυφή αισιοδοξία. Βέβαια αυτή η διάθεση διατηρείται επειδή έχω μια τάση προς το ονείρεμα και δεν έχω χτυπηθεί «κάτω από τη ζώνη» ώστε να μείνω σέκος όπως συμβαίνει με πολλούς.

Ποιο είναι το θέμα του; Τι είναι η «Ουτοπία»;

Πρόκειται για την ιστορία ενός καραβιού. Ενός καραβιού φανταστικού που όμως παραμένει αναντίρρητα πραγματικό. Εκεί πάνω ξαναφτιάχνεται ο κόσμος από την αρχή ως ένα σύνολο, ως άπαν.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, εδώ θα θέλαμε ολάκερες νύχτες για ν’ αρχίσουμε να το ξεδιαλύνουμε. Ίσως θα μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε λέγοντας ότι η «Ουτοπία» είναι μια περηφάνεια.

Από τις «Αναμνήσεις ενός περιπλανώμενου» και τις «Νυχτερινές Ιστορίες» μέχρι και την «Ουτοπία» το ταξίδι επανέρχεται ξανά και ξανά στις γραφές σας. Τι είναι αυτό που το κάνει σημαντικό για εσάς;

Το ταξίδι, η μετακίνηση μες στη γεωγραφία, η αναχώρηση για να μπορείς να επιστρέψεις, η αναχώρηση για να μην επιστρέψεις ποτέ, η νοσταλγία, η άσκοπη περιπλάνηση, όλα αυτά είναι πράγματα γοητευτικά. Επίπονα αλλά γοητευτικά.

Προσφέρουν ακόμα τη δυνατότητα να δεις τα πράγματα υπό νέαν γωνία. Το βλέμμα ξανανιώνει και γινόμαστε πάλι παιδιά. Ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο και παλεύουμε αδιάκοπα να τον γνωρίσουμε. Ταξιδεύοντας αποκτάς μια βιωμένη αντίληψη τού κόσμου.

Από την άλλη, εγώ έτσι γεννήθηκα. Όπως άλλοι γεννιούνται σπιτόγατοι. Από ‘κει και πέρα, γράφοντας, ήταν αναπόφευκτο να γράψω για περιπλανήσεις. Για τη μετακίνηση ως έργο ή, αν θέλετε, ως «περιέργεια».

Έτσι κι αλλοιώς η ανθρωπότητα λέει και ξαναλέει στον εαυτό της τέσσερις ιστορίες. Η μία είναι η ιστορία ενός ταξιδιού. Η Οδύσσεια -το ταξίδι δηλαδή προς τη γνώση. Βλέπετε, όλα πάνε πίσω στον Όμηρο…

Και ποιες είναι οι άλλες τρεις;

Η πολιορκία μιας πόλης -η Τροία- δηλαδή ο πόλεμος. Η ιστορία ενός έρωτα -Ρωμαίος και Ιουλιέττα. Και ο θάνατος ενός θεού -οι ιστορίες που αφηγούνται οι θρησκείες.

Έτσι τουλάχιστον λέει ένας μακρινός θείος μας από την Αργεντινή.

Και ποιος είν’ αυτός;

Μπόρχες.

Το κείμενό σας έχει πυκνότητα και ρυθμό. Είναι κάτι που προκύπτει καθώς γράφετε ή το επιδιώκετε συνειδητά;

Όταν άρχισα συστηματικά να γράφω σκάλιζα σαν ένας «υποψιασμένος βάρβαρος». Με τον καιρό, σκάβοντας πια, ξέθαψα κάτι ρίζες και ακολουθώντας τες οδηγήθηκα στη μουσική. Στον ρυθμό (όλο και πιο αρχέγονο), στη μελωδία, στην παύση και κάποιες τρομερές στιγμές στη σιωπή.

Αυτά φυσικά τα έχουν αναλύσει άλλοι πιο διεξοδικά. Εγώ απλά κατάλαβα κάποια πράγματα όταν διάφορα κείμενα, υπό την πίεση τής ροής τους, αναγκαζόμουνα να τα απαγγέλω και κάποτε να τα χορεύω. Όσο για την πυκνότητα… αυτή είναι μια διαρκής άσκηση αφαίρεσης.

Γενικά θεωρούμε την ουτοπία κάτι άπιαστο που μάταια μας βασανίζει. Αποτελούν ματαιοπονία ή με κάποιο τρόπο μας ωφελούν οι ουτοπίες μας;

Ένας Ιταλός φίλος -που μια εποχή, έχοντας ερωτευτεί, έγινε και ποιητής- μού έστειλε χθες το ακόλουθο: «ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιέχει τη χώρα της Ουτοπίας, δεν αξίζει καν μια ματιά γιατί δεν σκέφτεται τη μοναδική χώρα προς την οποία ο ανθρωπότητα διαρκώς κατευθύνεται. Και όταν ρίχνει άγκυρα εκεί, ο ναύτης της βάρδιας βλέπει καλύτερη χώρα και η ανθρωπότητα ξαναπλέει».

Είναι Όσκαρ Ουάιλντ! Εγώ τώρα τι να πω; Το ερώτημα απαντήθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο.

Μολαταύτα, συμφωνώντας με έναν παλιότερο εαυτό μου, θα αποτολμήσω μια προσωπική απάντηση: «… τι άλλο λοιπόν είναι ο άνθρωπος από ένα πυκνωμένο νέφος από όνειρα, από μια συμπυκνωμένη ομίχλη ιδεών; Εμένα, όλο και περισσότερο, έτσι μου μοιάζει μέχρι που όταν απλώνω το χέρι και αγγίζω κάποιον εκπλήσσομαι που έχει και μια υλική υπόσταση, μια απτή στερεότητα»! Συνεπώς δεν υπάρχει εκλογή, δεν μπαίνει καν ερώτημα. Ο άνθρωπος είναι ζώον ουτοπικόν.

Υπάρχει κάπου ο ιδανικός σας αναγνώστης στον οποίον απευθύνεστε και, αν ναι, ποιος είναι;

Α, χα! Όποιος μου βάζει αυτό το ερώτημα πρέπει να ‘ναι βαλτός, οπότε η απάντηση έρχεται ακαριαία: «Μα, εγώ! Όταν ήμουν 16 χρονών»!

Ποιες είναι οι δικές σας ουτοπίες;

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν υπάρχουν προσωπικές ουτοπίες. Όνειρα, επιθυμίες, συμφέροντα, ναι! Η ουτοπία, από τη φύση της έχει κάτι συλλογικό. Τείνει μάλιστα να είναι πανανθρώπινη. Κρατά με τρυφερότητα μες στο χέρι της την πάσχουσα ανθρωπότητα.

Στους καιρούς μας την περιγέλασαν πολύ. Της χρέωσαν έλλειψη νου, πρακτικού πνεύματος, ρεαλισμού και ορθολογικής σκέψης. Το χειρότερο: της χρέωσαν το αίμα! Λες και ο κόσμος έπαψε ποτέ να είναι σφαγείο! Λες και έχει σκοπό να πάψει να σφάζεται!

Και ποιοι είναι αυτοί που ξεσπαθώνουν; Οι πονηροί και οι υποθερμιασμένοι! Ανησυχούν μήπως ο λαός μπει σε μπελάδες. Εγώ ανήκω στο είδος των ανθρώπων που έχουν σκοπό να βάλουν την ανθρωπότητα σε περιπέτεια. Ακούγεται φοβερό! Η απάντησή μου είναι ότι το ανθρώπινο ον, ούτως ή άλλως, μπαίνει σε περιπέτεια απ’ τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο. Αν είναι λοιπόν να κοπιάζει τόσο, ας το κάνει για τις αξίες που δίνουν αξία στη ζωή.

Και, πρώτα απ’ όλα, ας τις ονομάσει ώστε να νοιώσει μια πρώτη περηφάνεια. Η μόνη δική μου φιλοδοξία είναι να παραστώ στο μέγα δείπνο όπου ολόκληρη η ανθρωπότητα θα παρακαθίσει σε τραπέζι πλούσιο με άφθονο κόκκινο κρασί και μαζί με τα αρχαία ζώα και τα πουλιά, που ποτέ δεν έπαψαν να ομιλούν, μαζί και με τα θαλάσσια όντα, θα οριστεί το μεγάλο συλλογικό εγχείρημα τού καιρού μας. Και μετά, υποθέτω, θα μπορούσε να αρχίσει η μουσική… 

Πιστεύετε ότι μπορεί μία ουτοπία να γίνει πραγματικότητα;

Ναι, έχει ξανασυμβεί! Για περιορισμένο χρονικά διάστημα. Συνήθως τείνει προς την πραγμάτωση και την αγγίζει φευγαλέα. Ένα τεράστιο εκκρεμές αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι μας από τις απαρχές της Ιστορίας. Από την κόλαση στη λύτρωση και από ‘κει, πίσω στον χαμό.

Σήμερα λοιπόν που η φοβερή περιδίνηση έχει πάλι αρχίσει, γνωρίζοντας την αγωνία μιας τέτοιας αιώρησης, στήνω αυτί ν’ ακούσω τους παλιούς δασκάλους. Κάποιους απ’ αυτούς τους ανέβασα εγώ στην «Ουτοπία». Μαζί και κάποιες έρημες ψυχές που βρήκαν πάνω στο καράβι το μόνο σπίτι. Έτσι έρχομαι και σας παραδίδω ένα φυλαχτό.

Τα πορτραίτα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο σας είναι ζωγραφισμένα από εσάς. Ποια η σχέση σας με τη ζωγραφική;

Εκπαιδεύτηκα σαν ζωγράφος. Από μια στιγμή και μετά ξαναγύρισα σε μια παλιότερη αγάπη. Τον γραπτό και τον προφορικό λόγο.

Η ζωγραφική μου παιδεία όμως μου έδωσε πολλά. Όλα είναι ποικίλες όψεις του ενός. Μια παλιά καλή δεξιότητα που αποκτήθηκε με κόπο, ένας τρόπος θέασης, έχει χρησιμότητα κι αλλού. Και δεν μπορούμε να πούμε πολλά μονομιάς. Γιατί εκτός από τις επίσημες Τέχνες υπάρχουν και οι άλλες. Η Τέχνη τής Βραδύτητας, η Τέχνη τής Απραξίας, η ενατένιση του περάσματος του Χρόνου, η Λήθη, η Τέχνη της Αφάνειας και άλλες πολλές…  Όλες τους όμως είναι όψεις, η Τέχνη είναι ενιαία.

Ουτοπία Εξώφυλλο

 

Ένα στοχαστικό αφήγημα για την επαναμάγευση του κόσμου, για την επανεφεύρεση του ουτοπικού οράματος.


«Γνώρισα καράβια και καράβια… Ταξίδεψα με το «Αιγαίο»… Ένα άλλο, με ξύλινα καταστρώματα, το «Όμηρος», με έφερε στην αρχή μιας θαυμάσιας εποχής στα Νότια νησιά. Ξέρω λίγα πράγματα για το Μπάουντυ που δεν επέστρεψε ποτέ. Σε ταξίδια στην παγωμένη Ευρώπη άκουσα για το Γιόρικ. Ή μήπως μόνο για τον μύθο του Γιόρικ; Έμαθα ότι επιτέλους απέφυγε τη μοίρα να γίνει scrap, παλιοσίδερα, σε κάποιο λιμάνι της Β. Αφρικής και τώρα γαλήνια αναπαύεται στης θάλασσας τον πάτο. Στο Puerto Barrios της Γουατεμάλας ανέβηκα στο «Silver Reefer» και λίγες μέρες μετά, μάταια ανακατεύτηκα με το πλήρωμα του «Stella Solaris». Για εβδομάδες περίμενα στους Τροπικούς, σε λιμάνια της Κεντρικής Αμερικής, το «Sam G»... Το «Sam G». που είχε Μαύρο καπετάνιο και πλήρωμα λιγοστό για να με φέρει σε κάποια άλλα νησιά, μιαν άλλη Ρόδο, μια Δεύτερη Φυγή προς την Αθανασία… και δεν φάνηκε ποτέ! Πληροφορήθηκα κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες για το ταξίδι του «Άλμπρανου» στις Νότιες Θάλασσες. Ήμουν πάνω στο κατάστρωμα του «Μπάφορντ», πηγαίνοντας για τη Ρωσία, όταν έψελναν ύμνους για τη μεγάλη γη τους οι Ρώσοι εξόριστοι. Μολαταύτα υπάρχει ένα καράβι προορισμένο να με λυτρώσει από τις ιστορίες και τους τρόμους καραβιών. Κάποιες φορές σε ένα πάρκο μετά τη βροχή, σε απέραντες βιβλιοθήκες, σε θορυβώδεις καφενέδες… και κάποτε σε ένα τριανταφυλλένιο βιβλιοπωλείο του κόσμου… συναντώ κάποιον που ταξίδεψε με αυτό και όπως εγώ, άκουσε τον πατέρα των νερών, τον πατέρα των ξύλων, τον πατέρα των κανό».

 

Ο Βασίλης Ηλιακόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα. Είναι ζωγράφος και συγγραφέας. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του «Αναμνήσεις ενός Περιπλανώμενου» (Ροδακιό, 2001) και «Νυχτερινές Ιστορίες» (Πανοπτικόν, 2014).

 

 

 

Back to top