Η Κατερίνα Μουράτη είναι εικαστικός καλλιτέχνης. Μία γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και πολλά έμφυτα ταλέντα, εγκατεστημένη εδώ και χρόνια στην Πάτμο, όπου δημιουργεί και ζει με τον δικό της τρόπο επιδεικνύοντας ένα αξιοθαύμαστο και ιδιαίτερο προσωπικό στυλ.
Την ευκαιρία να γνωριστούμε και να συνομιλήσουμε μαζί της μας έδωσε η έκθεση ζωγραφικής της με τίτλο “Η 2η έλευσις των τζιζ-τζιζ” στο 10GR Hotel and Wine bar στην Παλιά Πόλη της Ρόδου σε επιμέλεια του Πάνου Χατζηϊωάννου. Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 10 Μαρτίου. Η διάρκειά παρατείνεται έως τις 31 Μαΐου 2024, λόγω της μεγάλης της επιτυχίας.
Εκφραστική και χειμαρρώδης, ίδια η προσωποποίηση της χαράς της ζωής, η ταλαντούχα καλλιτέχνης μας μίλησε με θάρρος και χιούμορ για την τέχνη, την φιλοσοφία και τη ζωή της.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Γεννιέται η γίνεται ο καλλιτέχνης;
Αν ορίσουμε ότι καλλιτέχνης είναι αυτός που βρίσκει δικούς του δρόμους μέσα από το ταλέντο που του έδωσε η χάρις του Θεού, τότε γεννιέται. Αυτό είναι ευχή και κατάρα. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που δεν γεννιούνται καλλιτέχνες και η έντονη επιθυμία να είναι καλλιτέχνες τούς κάνει να προχωρούν σε μαθητεία και ίσως τα καταφέρουν καλά.
Ένας ζωγράφος βλέπει διαφορετικά τον κόσμο;
Ναι, γι’ αυτό υπάρχει ένα είδος αναγνωρισιμότητας μεταξύ καλλιτεχνών. Μπορεί να βλέπουμε γωνίες, τοπία, ομορφιές, που άλλοι δεν έχουν εξασκήσει τη ματιά τη φυσική και τη νοητική να δουν.
Είμαστε εστέτ στη ζωή μας αναζητώντας την ομορφιά και του περιβάλλοντος και της σάρκας. Καταλήγουμε έτσι μέσα από τον θαυμασμό ή την απέχθεια να δημιουργούμε το δικό μας κλειστό πεδίο ζωής που τίμημά του μπορεί να είναι η εσωτερική συμφιλιωτική με τον εαυτό μας μοναξιά.
Έτσι μιλάμε την αλήθεια με το έργο μας, γιατί ίσως τα λόγια τα ακούμε αλλιώς. Είναι η ευχή και η κατάρα που σας είπα παραπάνω.
Εγώ ζω θαύματα στην καθημερινότητά μου, γιατί έχω αφεθεί πια στη ροή της ζωής, έχω μάθει να αμφισβητώ τις πεποιθήσεις μου, τις ερμηνείες μου, να εμπιστεύομαι στο φινάλε-φινάλε τον Θεό. Ξέρω ότι η πίστη για καλλιτέχνη είναι ασυνήθιστη, όταν όμως βιώνεις θαύματα συντονίζεται ο άνθρωπος και μεταμορφώνεται.
Πως έρχεται η έμπνευση; Αυθόρμητα ή προγραμματισμένα;
Η δική μου είναι σχεδόν διαρκής, λόγω της πειθαρχίας μου, αλλά την προκαλώ κιόλας φτάνοντας μερικές φορές σε όρια ή σπάζοντας όρια. Έμπνευση για εμένα, δύσκολο για τους γύρω μου μερικές φορές.
Ζω σχεδόν στρατιωτικά, λιτά. Το μέγεθος του έργου μου ίσως θα ήταν τριών ανθρώπων, όμως δεν κάνω τίποτα άλλο στην καθημερινότητά μου από το να βρίσκομαι σε διαρκή σκέψη, με ένα χαρτί ή το κινητό, ακόμα και όταν είμαι σε συντροφιά εγκυμονώ τέχνη.
Αναζητώ την έξυπνη ατάκα του απέναντί μου και έχω απαλλαγεί από πολλά υλικά αγαθά προς χάριν της διαρκούς έμπνευσης. Η έμπνευση έρχεται με την πειθαρχία και το καθήκον προς μία αποστολή. Εγώ έχω δει την τέχνη μου σαν αποστολή ζωής.
Ποιά είναι η πρώτη σας ανάμνηση από την τέχνη;
Η πρώτη μου ανάμνηση από την τέχνη είναι η προφητεία της αδελφής Θεοκτίστης. Ήρθα στην Πάτμο το 1983 σε ηλικία 21 ετών για να μονάσω. Τότε δεν ζωγράφιζα ακόμα. Πήγα στη Ζωοδόχο Πηγή, γνώρισα την αδελφή Θεοκτίστη, ηγουμένη της Μονής. Ζω δίπλα στη Μονή από τότε. Η αδελφή μού είπε: “Όχι κορίτσι μου, όχι. Εσένα, η αποστολή σου είναι άλλη”.
Μετά από αυτό γνώρισα στην Πάτμο τον πρώτο μου σύζυγο, καθηγητή τότε Αισθητικής στο Πανεπιστήμιο στην Ουψάλα που ανακάλυψε το ταλέντο μου και μου είπε τι να διαβάσω. Από Πλάτωνα μέχρι Μαρκούζε, με έφτασε μέχρι την μελέτη της μαζικής κουλτούρας.
Δεν με άφηνε να μπω σε μουσεία μέχρι τα 25 μου χρόνια που ήδη είχα δημιουργήσει το δικό μου ύφος, με ήθελε μακρυά από επιρροές. Του οφείλω πολλά, αν και η σχέση μας ήταν και παραμένει ταραγμένη. Έτσι είναι ο έρωτας, δημιουργία και καταστροφή μαζί.
Το ταλέντο, το περιβάλλον ή οι επιλογές καθορίζουν την εξέλιξη του καλλιτέχνη;
Το ταλέντο και το περιβάλλον καθορίζουν την καθαρά δημιουργική εξέλιξη του καλλιτέχνη. Εγώ, ας πούμε, έχω κάνει έργα εγκαταστάσεις στη Γερμανία, που δεν θα μπορούσα να τα κάνω έχοντας το εργαστήρι μου στους πρόποδες της Ιεράς Μονής Πάτμου, όπως τώρα.
Την εμπορική εξέλιξη του καλλιτέχνη την καθορίζει η τύχη, η οικονομική του κατάσταση, η φιλοδοξία του. Εμένα μου λείπει η φιλοδοξία, γιατί είμαι ευτυχισμένη μέσα στη δημιουργία μου. Ζω αυτοεξορία στην Πάτμο, βγάζω ή δεν βγάζω χρήμα, η τέχνη δεν σταματά.
Στο άκουσμα της λέξης “επιλογές” δεν ξέρω τι να απαντήσω. Κάτι παθαίνω όταν ακούω αυτή τη λέξη. Ό,τι έκανα στη ζωή μου δεν το επέλεξα, κατά κάποιον τρόπο ήρθε και τού δόθηκα. Αν αυτό είναι επιλογή, τότε το λέμε επιλογή.
Πώς μπήκε η ζωγραφική στη ζωή σας;
Στα 21 μου χρόνια είχα ήδη παντρευτεί, έκανα ένα σχέδιο πάνω σε ένα πακέτο ΡΕΚΟΡ, τα τσιγάρα που κάπνιζα τότε. Καθόμασταν σε τραπέζι στην πλατεία της Χώρας στην Πάτμο με τον άντρα μου και έναν γνωστό, έκανα ένα σχέδιο, το πήρε ο κύριος αυτός λέγοντας μου “εσύ γεννήθηκες ζωγράφος”, εγώ γέλασα και από τότε άρχισα να σχεδιάζω με την ενθάρρυνση του άντρα μου επάνω σε πακέτα τσιγάρων, μετά σε χαρτάκια, μετά σε στρατσόχαρτο με μολύβια και βερνίκια νυχιών.
Ο τότε άντρας μου ήταν όλη μέρα στην γραφομηχανή, η Πάτμος έρημη, δεν είχα τι να κάνω και σχεδίαζα όλη την ημέρα. Μιλάμε για το 1984. Έτσι δημιουργήθηκε μία σειρά έργων που μερικά από αυτά θα εκθέσω σε αναδρομική τον Οκτώβριο στο Γαλλικό Κατάλυμα στη Ρόδο, σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Σαράντα χρόνια τέχνη χωρίς διακοπή. Βρήκα από ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μολύβι το νόημα της δικής μου ζωής. Στη ζωή σημασία έχει ποιους ανθρώπους συναντάς και τι λες μαζί τους.
Υπάρχουν άνθρωποι ή γεγονότα που σας έχουν βαθιά επηρεάσει;
Πάνω σε αυτό στηρίζεται όλη μου η τέχνη, στους ανθρώπους και τα γεγονότα – τόσο που μπορώ να γίνομαι προκλητική για το γεγονός που θα πυροδοτήσει την έμπνευση μου, αναζητώ τον δημιουργικό διάλογο, την σύγκρουση που φέρνει την ενότητα.
Ένα παιχνίδι που ζωντανεύει την καθημερινότητά μου και μετά κλείνομαι στον εαυτό μου για να απορρίψω πεποιθήσεις ή να βάλω τάξη στο χάος. Αυτό που έγραψε και τραγούδησε ο Τσιτσάνης “στον τεκέ της ψεύτρας της ζωής”, να ζω την αλήθεια, το γεγονός και οι άνθρωποι.
Πώς προέκυψε η έκθεση σας “Η 2η έλευσις των τζιζ-τζιζ” στο 10.Gr στη Ρόδο ;
Ήταν πρόταση του αρχιτέκτονα καλλιτέχνη Πάνου Χατζηιωάννου, που έρχεται στην Πάτμο χρόνια και ο οποίος επιμελήθηκε την έκθεση. Η πρώτη έλευσις των τζιζ-τζιζ ήταν το 2010 στο αρχοντικό Νικολαΐδη στην Πάτμο, της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Τι είναι και πώς γεννήθηκαν τα τζιζ-τζιζ;
Τα τζιζ-τζιζ γεννήθηκαν μετά από ένα ατύχημα, όταν με χτύπησε αυτοκίνητο το 2009, αφού μου είχε ανακοινώσει ο δεύτερος σύζυγός μου την οικονομική του καταστροφή. Αφού τινάχτηκα κάτω από το αυτοκίνητο, βγήκα μετά από λίγο ως εκ θαύματος με λίγες απώλειες. Βασικά είχα πάθει αφωνία από το σοκ. Μετά από μία θεραπεία επανήλθε η φωνή μου.
Την περίοδο εκείνη ήμουν σαν σε άλλη σφαίρα, έτσι ξεκίνησα τα τζιζ-τζιζ. Τα αισθάνομαι σαν όντα που υπήρχαν στο παρελθόν, υπάρχουν στο παρόν και θα υπάρχουν στο μέλλον, δεν μπορούν να τα δουν ούτε να τα ακούσουν όλοι, κινούνται ανάμεσα μας και ίσως σε αγγίξουν κάποια στιγμή, ίσως και ποτέ.
Όμως αν σε αγγίξουν δεν ζεις πια την κατάσταση της ζωής σου, αλλά τη ζωή σου και αυτό σίγουρα δεν είναι ο ευκολότερος δρόμος ζωής.
Είναι άγγελοι εντός και εκτός της γης, αποκαλυπτικοί και συγκαλυπτικοί ενίοτε, μέσα σε έναν διαρκή πόλεμο, αγωνιωδώς μαχητικό, κάνουν θόρυβο, είναι μουσική και μαθηματικά. Αυτά τα λίγα γνωρίζω για τα τζιζ-τζιζ.
Θεωρείτε πιο σημαντικό το σχέδιο ή το χρώμα στα έργα σας;
Είμαι καλλιτέχνης του σχεδίου, χωρίς πλάνο αρχικό, δεν γνωρίζω πού θα με βγάλει το σχέδιο, άγνωστο το ταξίδι, ούτε ξέρω πού οδηγεί, όμως μάλλον υπάρχει ένας κώδικας άγνωστος ακόμα και σε εμένα.
Στα τζιζ-τζιζ σχέδια το κόκκινο είναι το αίμα μου, κηλίδες και σύμβολο αίματος το κόκκινο χρώμα και οι αλλοιώσεις που δημιουργώ επάνω είναι το τραύμα, το δικό μου τραύμα που ίσως αγγίξει το τραύμα του θεατή.
Τα τραύματα έχουν σχηματικές αναπαραστάσεις αφηρημένες, γεωμετρικές, σε ένα άλλο επίπεδο πολύ βαθύ βγαίνουν σαν σχήμα από όποιον του δόθηκε το χάρισμα να δημιουργεί σχήμα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση ή την μουσική ή την φωνή, γι’ αυτό άλλωστε μας αρέσει ή δεν μας αρέσει κάτι.
Όταν η σχηματική ή μουσική αναπαράσταση τραύματος ή εμπειρίας άγνωστης στο συνειδητό συναντά το οπτικό ή ακουστικό νεύρο, είναι η ηδονή της τέχνης και για τον καλλιτέχνη και για τον θεατή, γιατρεύονται αμφότεροι, άλλο που δεν το συζητάμε γιατί δεν γνωριζόμαστε καν σε φυσικό επίπεδο.
Η τέχνη είναι γιατρειά μεγάλη, δυστυχώς όμως για ολίγους, ενώ δεν θα έπρεπε.
Πώς αποφασίσατε να εγκατασταθείτε μόνιμα στην Πάτμο ;
Η Πάτμος σε διαλέγει, δεν την διαλέγεις. Είμαι εδώ από τα 21 μου χρόνια, δίπλα στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Έζησα εδώ από το 1984 μέχρι το 1991 συνέχεια, μία πολύ μοναχική ζωή. Ταξίδεψα κάποια χρόνια, όχι γιατί ήθελα, αλλά γιατί έπρεπε, δεν μου αρέσουν οι μετακινήσεις.
Τα τελευταία 14 χρόνια είμαι πάλι μόνιμα εδώ. Επέστρεψα μετά την οικονομική καταστροφή του δεύτερου άντρα μου, γιατί δεν είχα πού να πάω. Άνοιξα τη γκαλερί με 80 ευρώ, την ταμειακή μηχανή και τα έργα μου, το 2012.
Λόγω της τουριστικής κίνησης ξεκίνησα με τα κοσμήματα και τα Πατμιακά κεντήματα που τους έδωσα εικαστική μορφή και τα υφάσματα με εκτυπώσεις έργων μου στο Σουφλί, ανακαλύπτοντας και μία άλλη έμπνευση λόγω της οικονομικής ανάγκης για επιβίωση.
Είναι το σπίτι μου εδώ, η ζωή μου, η κοινωνία μου. Γνωρίζω την άνοδο της Πάτμου, την ενέργειά της. Είμαι ένα “θύμα” της Αρχιτεκτονικής και της Αισθητικής της Χώρας της Πάτμου, με κρατά έγκλειστη με τη θέληση μου αυτή η Χώρα που κρατά γερά κλειστά τα μυστικά της να τα αφουγκράζομαι στη μοναχικότητά μου αυτή του χειμώνα.
Πώς είναι η καθημερινότητά σας;
Από όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, όταν δεν ζωγραφίζω έχω περάσει μεγάλο κομμάτι της ζωής μου σε ταβέρνες, καφενεία και μπαρ. Είναι κομμάτι της έμπνευσης μου. Ζω περιόδους ανοιχτότητας και μετά κλείνομαι πολλές μέρες σπίτι μου για να ισορροπήσω από τις εξωτερικές παραστάσεις. Διαβάζω πια λιγότερο, περπατώ πολύ τη Χώρα.
Παντού τριγύρω μου υπάρχουν μικρά χαρτάκια από την υπερφόρτωση του εγκεφάλου μου, μερικές φορές θέλω να απαλλαγώ από την Μουράτη, με κουράζει! Τότε προσεύχομαι, τραγουδάω, πάω στα μοναστήρια ή στη θάλασσα.
Πολλές φορές κάνω ασκήσεις σιωπής για μέρες, ειδικά τον χειμώνα. Υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες εξασκήσεις της υπομονής μου και του επαναστατικού του χαρακτήρα μου.
Η ζωή κοντά μου για τα παιδιά μου και τους κοντινούς μου είναι ένα διαρκές μάθημα ή πείραμα, με αγαπάς πολύ ή με μισείς, ενδιάμεσο καλύτερα φεύγεις.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής ;
Ο καθένας έχει το δικό του νόημα ζωής, αν έχει την τύχη να το βρει. Το δικό μου είναι η κοινότοπη ευχή “στην υγειά σου”, που όταν τη λέμε να την εννοούμε στη σκέψη μας.
Όλα τα άλλα είναι δρώμενα που έρχονται και παρέρχονται. Το ότι ζούμε σε κατάσταση ειρήνης και όχι εμπόλεμη να το σκεφτόμαστε κάθε μέρα, σαν κομμάτι του νοήματος.
Τι σας κάνει ευτυχισμένη;
Φέρω γονίδιο χαράς, παρ’ όλο που έχω περάσει δια πυρός και σιδήρου στα προσωπικά μου. Η στιγμή της δημιουργίας, τότε που έχουν συνδεθεί γραμμές και σχήματα και αυτή η ανακάλυψη πηγαίνει βαθειά μέσα μου, αυτό είναι που με κάνει ευτυχισμένη. Επίσης τα παιδιά μου, οι φίλοι μου, οι έρωτες όταν εμφανίζονται.
Η αποδοχή κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, αν και έχω συνηθίσει τις απορρίψεις με τόση έκθεση ζωής και τέχνης – αλλά έτσι είναι η ζωή και η τέχνη, αποδοχή και απόρριψη.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΟΥΡΑΤΗ
Η Κατερίνα Μουράτη γεννήθηκε στη Βέροια το 1962 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σε ηλικία 20 χρονών ήρθε στην Πάτμο, όπου ανεκάλυψε το καλλιτεχνικό της ταλέντο και το ανέπτυξε με πειθαρχία κάνοντας την πρώτη της ατομική έκθεση στο νησί το 1987.
Έζησε για χρόνια μία μοναχική ζωή αφιερωμένη στο έργο της και η δεύτερη ατομική της έκθεση έγινε στις Βρυξέλλες το 1991 όπου οι γνωστοί τεχνοκριτικοί Stephane Rey και Anita Nardon, ενέταξαν το τότε έργο της στην Art Brut.
Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις της στις αίθουσες Τέχνης Αστρολάβος Πειραιάς, στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Κολλεγίου Αθηνών (οργανωμένη από το Εβραικό Μουσείο της Ελλάδος), στην οικία Σταύρακα στην Πάτμο, στο Μουσείο Νικολαΐδη στην Πάτμο, καθώς και συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το 1999 μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου έζησε για 10 χρόνια αναπτύσσοντας νέες ιδέες και τεχνικές, εργαζόμενη παράλληλα σαν εικαστική καλλιτέχνης σε σχολεία μειονοτήτων σε προγράμματα ένταξης μεταναστών και προσφύγων, χρηματοδοτούμενα από το Υπουργείο Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας.
Το 2010 επέστρεψε στην Πάτμο, όπου ζει χειμώνα-καλοκαίρι, δημιουργώντας το δικό της εργαστήρι και γκαλερί στη Χώρα στον δρόμο πριν από την Ιερά Μονή Πάτμου.
Το έργο της εντάσσεται στην OUTSIDER ART και μελετάται στην Ελλάδα από τον συγγραφέα και μελετητή των πρωτοποριών Χρήστο Τσανάκα.
Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδίας Εικαστικών Καλλιτεχνών.