Συνέντευξη του Θεόδωρου Εσπίριτου

Με φόντο μία Ευρώπη που σπαράσσεται από τον υπόγειο οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών-μελών της, ο Μάρλοου, ερευνητής της Υπηρεσίας Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων, επιβιβάζεται σε ένα τρένο με προορισμό την Άγρα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής καλείται να επιλύσει το αίνιγμα μιας εξαφάνισης και δύο φόνων, ενώ κάποιοι συνταξιδιώτες θα του αποκαλύψουν τους φόβους τους για το τι πραγματικά διαδραματίζεται πίσω από την πύλη της Άγρας. Ωστόσο, οι αποκαλύψεις αυτές δεν συνιστούν παρά μόνο την άκρη του νήματος, που οδηγεί σε έναν λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου εξυφαίνεται μια σκοτεινή συνωμοσία.

Χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία διάφορα λογοτεχνικά είδη, το αστυνομικό μυθιστόρημα, το πολιτικό νουάρ και τη δυστοπική-μελλοντολογική αφήγηση, αλλά και χάρη στην τεχνική του ντόμινο και στην καθηλωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ο Εσπίριτου παγιδεύει τον αναγνώστη στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου εφιάλτη.

 

Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος συναντήσαμε τον Θεόδωρο Εσπίριτου και συνομιλήσαμε μαζί του για τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη συγγραφή και τη ζωή.

 

Σας ξέρουμε κυρίως σαν σκηνοθέτη και σαν θεατρικό συγγραφέα. Πώς σας προέκυψε η ιδέα να γράψετε ένα μυθιστόρημα;

Ξεκίνησα το 2006 με μια γενική ιδέα, χωρίς προκαθορισμένη υπόθεση. Τα επόμενα χρόνια εργαζόμουν επάνω σ’ αυτή την ιδέα, ενώ ταυτοχρόνως συνέχιζα να γράφω θεατρικά και μικρά διηγήματα. Αυτό το μυθιστόρημα όμως το αντιμετώπιζα ως πρόκληση. Είχα διαβάσει τον «Μυστικό Πράκτορα» του Τζόζεφ Κόνραντ και είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από την πλοκή του, ώστε έβαλα, θυμάμαι, ένα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι μπορώ κι εγώ να γράψω ένα πολυσύνθετο μυθιστόρημα. Ξεκίνησα λοιπόν έτσι, σαν έναν διάλογο με τον Κόνραντ. Με βασάνισε πολύ η πλοκή του μυθιστορήματός μου, ωστόσο συνέχιζα. Και όταν επιτέλους τελείωσε, το παρέδωσα στις εκδόσεις Κίχλη. Η Γιώτα Κριτσέλη το διάβασε, της άρεσε και συμφωνήσαμε να εκδοθεί.

Είπατε ότι ξεκινήσατε να γράφετε χωρίς να έχετε στο μυαλό σας την πλοκή από την αρχή. Ωστόσο έχουμε τελικά μία πολύπλοκη και γοητευτική ιστορία μυστηρίου. Με ποια διαδικασία εξελίχθηκε η υπόθεση;

Πάντα όταν γράφω ξεκινώ με μια γενική ιδέα, χωρίς πυξίδα και χάρτη, δεν ξέρω ποτέ την υπόθεση από την αρχή. Αν γνωρίζω την πλοκή και το τέλος, χάνω το ενδιαφέρον μου. Αυτή η επιλογή κοστίζει σε χρόνο, αλλά είναι σαν να αποφασίζουν οι ήρωες για την τύχη τους. Έτσι λοιπόν και το μυθιστόρημα αυτό, αναπτυσσόταν βήμα-βήμα. Η αρχική ιδέα ήταν η εξής: Σε μία χώρα όπου έχει επικρατήσει ένα νεοναζιστικό κόμμα, κάποιος ερευνητής μίας «Υπηρεσίας Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων» (που είχε ιδρυθεί τον καιρό που ανθούσε η δημοκρατία με σκοπό την εξιχνίαση υποθέσεων στις οποίες εμπλέκονται αποκλειστικά κρατικοί λειτουργοί), λαμβάνει έναν φάκελο. Ο φάκελος δεν αναγράφει αποστολέα και ζητάει από τον ερευνητή βοήθεια για κάτι αόριστο. Ωστόσο, έχει εσωκλείσει ένα εισιτήριο τρένου με προορισμό μία άγνωστη πόλη. Ο ερευνητής επιβιβάζεται για να δει τι συμβαίνει, και στο τρένο του μιλούν για μία εξαφάνιση και δύο φόνους. Στην υπόθεση πολύ σύντομα θα εμπλακεί ένα τηλεπαιχνίδι και μία πρωτοφανής επιστημονική ανακάλυψη. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν το Παιχνίδι της Άγρας.

Ακούγοντας την περιγραφή σας είχα την αίσθηση ότι παρακολουθώ κινηματογραφική ταινία.

Είναι αλήθεια ότι το έργο έχει πολύ έντονες εικόνες και καταστάσεις, η σύνθεσή του είναι τέτοια ώστε να δημιουργεί την εντύπωση ενός σεναρίου. Πρόκειται εξάλλου για κάτι εγγενές, το κινηματογραφικό στοιχείο αποτελεί μέρος του πυρήνα της υπόθεσης.

Σε ποιο είδος το κατατάσσετε; Πώς θα το χαρακτηρίζατε;

Νομίζω πως πρόκειται για πολιτικό νουάρ με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, που ακολουθεί τον τρόπο των αστυνομικών μυθιστορημάτων.  Ωστόσο  με ενδιαφέρει κυρίως το πολιτικό σκέλος. Μιλάω για μία Ευρώπη που βρίσκεται υπό διάλυση με αποτέλεσμα την άνοδο στην εξουσία πολλών νεοναζιστικών κομμάτων. Η υπόθεση διαδραματίζεται με φόντο μία Ευρώπη που ενώ έχει ενοποιηθεί, ξαφνικά αρχίζει να καταρρέει εξαιτίας ενός υπόγειου πολέμου μεταξύ των κρατών-μελών της. Στο μεταξύ, σε όλο το έργο είναι έντονο το δίπολο «είναι» και «φαίνεσθαι».

Έχετε γράψει θεατρικά, διηγήματα, θεατρολογικά κείμενα κλπ. Ήταν διαφορετική εμπειρία η συγγραφή ενός μυθιστορήματος;

Ξεκινώντας την περιπέτεια της γραφής του μυθιστορήματος εκτίμησα πολύ περισσότερο τους μυθιστοριογράφους. Κατάλαβα ότι πρόκειται για πολύ δύσκολο είδος. Στην αρχή αισθάνεσαι ελεύθερος, μπορείς να διαλέξεις οποιονδήποτε δρόμο. Μετά υπεισέρχεται το λογικό στοιχείο, δηλαδή πρέπει να αποφασίσεις τι θα συμβεί παρακάτω. Στη σκηνοθετική δουλειά μου στο θέατρο διαλέγω ένα έργο που έχει δημιουργήσει κάποιος άλλος, άρα υπάρχει ήδη το αρχιτεκτονικό σχέδιο που θα ακολουθήσω για την ανέγερση του «οικοδομήματος». Στη μυθιστορηματική συγγραφή όμως δεν έχεις στα χέρια σου τίποτα. Υπάρχουν, φυσικά, ομοιότητες, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις αναφερόμαστε στην ανέγερση ανύπαρκτων κόσμων. Σκηνοθεσία είναι και η συγγραφή: πρέπει, για παράδειγμα, να αποφασίσεις την έκταση και την ένταση των σκηνών, τον ρυθμό του λόγου, ποιο από τα πρόσωπα θα παίξει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση και στη λύση της υπόθεσης,  ποια θα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του ώστε να προκληθούν συγκρούσεις και έντονα συναισθήματα και ούτω καθεξής.

Κατευθύνετε τους ήρωές σας ή κατευθύνεσθε από αυτούς;

Στην αρχή της συγγραφής νιώθεις ελεύθερος. Το πλασματικό πρόσωπο φαίνεται πως μπορεί να κινηθεί ελεύθερα, ανοίγονται άπειροι δρόμοι μπροστά του. Ωστόσο, ως συγγραφέας, πρέπει, τελικά, να επιλέξεις έναν μονάχα. Και όταν καταλήξεις κάπου, έχεις θέσει ένα αμετάκλητο δεδομένο. Για παράδειγμα, ο ήρωας ανοίγει μια πόρτα. Κάπου θα πρέπει να οδηγηθεί, σε κάποια γνωριμία, που θα προωθήσει τη δράση ή σε κάποια αποκάλυψη που θα ανατρέψει τα δεδομένα. Από τη στιγμή που ο ήρωας θ’ ανοίξει την πόρτα, θα πρέπει να αποδεχθεί την εξέλιξη των πραγμάτων ως αναπότρεπτη διαδικασία. Οι λογικές αποφάσεις του συγγραφέα θα πρέπει να φαίνονται ως αποφάσεις των ηρώων με τη λογική ή τον αυθορμητισμό τους. Για παράδειγμα, στο Παιχνίδι της Άγρας η Σιμόν είναι ηθοποιός, αλλά έχει πρόσβαση σε κάποιες πληροφορίες που δεν είναι δυνατόν να έχει ένας ηθοποιός. Είναι φυσικό λοιπόν να σκεφτούμε ότι από κάπου έχει αντλήσει αυτές τις πληροφορίες. Σχετίζεται άραγε με κάποιο ανώτερο στέλεχος της κρατικής μηχανής; Παίζει διπλό παιχνίδι; Ο συγγραφέας πρέπει να αποφασίσει. Και τότε, αν η απόφαση που θα λάβει είναι σωστή, θα βγει από τον λαβύρινθο, αλλιώς θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Τα γεγονότα στην αρχή είναι (αλλά και πρέπει να φαίνονται) σαν γόρδιος δεσμός που θα πρέπει να λυθεί, χωρίς να κοπεί. Ιδού λοιπόν μερικές από τις πρώτες ύλες της δημιουργίας: η επιθυμία, η λογική, ο αυθορμητισμός, η υπομονή, η επιμονή και η έμπνευση.

Θέλετε να περάσετε κάποια μηνύματα γράφοντας;

Δεν θα έγραφα ποτέ ένα μυθιστόρημα ή ένα θεατρικό έργο που να στοχεύει απλά και μόνο στη διασκέδαση. Ένα κείμενο που δεν λέει τίποτα ουσιώδες, δεν με ενδιαφέρει. Μέσω της τέχνης επιθυμώ να συμβάλλω σαν πολίτης, όχι της χώρας μας μόνο, αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Θέλω να μιλήσω για την Ευρώπη που δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο θα έπρεπε, θέλω να πω δύο τρεις λέξεις για το όραμα της πραγματικής δημοκρατίας και για την επικινδυνότητα των αυταρχικών καθεστώτων. Ξέρω πως δεν θ’ αλλάξω τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον έχω αποφασίσει να μιλάω γι’ αυτά, έστω και χωρίς αποτέλεσμα.

 

Τι σημαίνει για εσάς έμπνευση; Την βρίσκετε εύκολα;

Αποκαλώ την έμπνευση «ακριβοθώρητη θεότητα». Όποιος έχει δεχθεί την επίσκεψή της, ξέρει σε ποιο πράγμα αναφέρομαι. Είναι παρούσα, συνδημιουργός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της τέχνης. Η επίσκεψή της, ακόμα κι όταν έρχεται πολύ αραιά, είναι μία στιγμή μαγείας. Μοιάζει με απρόσμενη αναλαμπή, σα να γίνονται νέες συνάψεις στον εγκέφαλο. Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να επαφίεται στην επίσκεψη αυτής της θεότητας, απαιτείται σκληρή δουλειά και μέθοδος. Τα δώρα της έμπνευσης μόνο δεν φτάνουν για την υλοποίηση των ιδεών.

Χρησιμοποιείτε περισσότερο τη λογική σας ή τη διαίσθηση;

Είναι και τα δύο απαραίτητα, είναι αξιόλογοι παράγοντες δημιουργίας. Η απόφαση της κίνησης των ηρώων είναι αποτέλεσμα νοητικής ή αν θέλετε εγκεφαλικής λειτουργίας, είναι σαν μια παρτίδα σκάκι. Προσπαθείς να μην φαίνεται ότι στην πραγματικότητα έχεις αποφασίσει κάτι εσύ και όχι τα πλασματικά πρόσωπα. Ωστόσο, μερικές φορές τα πλασματικά πρόσωπα «αυτονομούνται», είναι σαν να αποφασίζουν εκείνα, σου υπαγορεύουν σχεδόν τι να κάνεις. Η ενασχόληση με αυτές τις ανύπαρκτες οντότητες (αν είναι δυνατόν τα πρόσωπα της φαντασίας μας να χαρακτηριστούν οντότητες) σε οδηγεί στην πεποίθηση ότι υπάρχουν. Σκεφτείτε, κάποια από αυτά είναι γνωστότερα από τους δημιουργούς τους. Αυτά είναι τα παράξενα της γραφής.

Τι γίνονται οι ήρωές σας όταν το γράψιμο τελειώνει; Πού βρίσκονται σήμερα;

Ασφαλώς δεν είναι αυθύπαρκτα όντα, δεν υπάρχουν, αν δεν υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που να τα σκέφτεται. Ωστόσο, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την ύπαρξη των άυλων οντοτήτων. Οι θεοί είναι άυλες οντότητες, και μάλιστα ενδέχεται να κατατάσσονται στην κατηγορία των μη όντων. Είναι γνωστό το ερώτημα: οι θεοί έπλασαν τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι τους θεούς; Οι ήρωες των βιβλίων είναι ισχυρές σκεπτομορφές, ξέρουμε ότι διαθέτουν τεράστιες δυνάμεις. Και είναι επιθυμητές ακόμα και αν συνιστούν την επιτομή του κακού. Ποιος/ποια ηθοποιός δεν θα ήθελε να ενσαρκώσει τον Άμλετ, την Οφηλία, τον Ορέστη, την Ηλέκτρα, τον Μακμπέθ, τη Μήδεια, τον Φάουστ, τον Αγαμέμνονα; Πολλές από τις συγγραφικές συλλήψεις σύντομα πέφτουν στη λήθη, ενώ κάποιες άλλες γίνονται επώνυμες. Ζουν ανάμεσά μας. Το όνειρο των συγγραφέων νομίζω ότι είναι αυτό: να μοιραστούν τη δόξα των όντων της φαντασίας τους.

Τι πιστεύετε ότι συμβαίνει;

Είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί. Πράγματι, ποια είναι η τύχη όλων αυτών που σκεφτόμαστε; Γράφεις, ας πούμε,  ένα μυθιστόρημα, στήνεται ένας ολόκληρος κόσμος. Είναι πραγματικός; Υπάρχουν άνθρωποι που θέτουν πολύ σοβαρά αυτά τα ερωτήματα. Τι συμβαίνει με όλες τις σκέψεις που κάνουμε, με όλα όσα φανταζόμαστε; Οι ήρωές μου θα ήθελα να συνεχίσουν να ζουν και μετά από εμένα, όπως ένας γονιός επιθυμεί τη συνέχιση της ζωής των παιδιών του. Όταν σκέφτομαι τους ήρωές μου μπαίνω στον πειρασμό κι αναρωτιέμαι «μήπως θα έπρεπε να γράψω μία τριλογία; Μήπως θα έπρεπε να τους δώσω τη δυνατότητα να ζήσουν και σε άλλα περιβάλλοντα αντιμετωπίζοντας νέες προκλήσεις;» Δε νομίζω ότι θα το κάνω, πάντως είναι ωραίο να σκέφτεσαι ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και σε άλλες συνθήκες.  Μόνο που υπάρχουν και άλλες μη οντότητες που βιάζονται να έρθουν στο φως!

Πώς είναι η σχέση σας με τους μαθητές σας στη δραματική σχολή; Τι θέλετε να τους εμφυσήσετε; Τι τους συμβουλεύετε;

Η συμβουλή μου είναι: αυτοπειθαρχία και μεθοδική δουλειά. Αυτά τα παιδιά έρχονται από έναν κόσμο που ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι η ασυναρτησία. Μιλάω για την ουσία της τέχνης, εννοώντας την ως καταφύγιο, ως γνώση και ως ευτυχία. Η ωραιότητα του θεάτρου έγκειται στο ότι έχει να κάνει με τον άνθρωπο και την ψυχή του. Ένας μουσικός έχει το βιολί, ένας ζωγράφος τα χρώματα, ο ηθοποιός καταθέτει το σώμα, τη νόηση και τα συναισθήματά του. Πρέπει να δανείσει τα εκφραστικά του μέσα σε ένα πλάσμα που δεν υφίσταται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει και οι θεατές να το αντικρίσουν επάνω στη σκηνή σαν ένα πλάσμα προερχόμενο από κάποια άλλη διάσταση. Οι μελλοντικοί ηθοποιοί οφείλουν να μάθουν τον τρόπο, πώς να υποδύονται –ή να ενσαρκώνουν, αν θέλετε– άυλα όντα. Το πρόσωπο αυτό δεν υφίσταται, όμως κάποιος κάποτε το επινόησε και μετά από χιλιάδες, εκατοντάδες ή δεκάδες χρόνια έρχεται ένας άλλος να τους δώσει υπόσταση. Πρόκειται γι’ αυτό που λέγεται «διάλογος με τους νεκρούς» - το ότι δηλαδή εμείς που ζούμε στο 2020 συνομιλούμε, για παράδειγμα, με τον Σοφοκλή, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ που δεν υφίστανται καν, αλλά έχουμε ως διαθήκη τις σκέψεις τους και τη φαντασία τους.

Πώς και αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την τέχνη;

Πιστεύω πως η ενασχόληση με την τέχνη μοιάζει με μοιραία κίνηση, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει πραγματικά για ποιο λόγο ακολουθεί αυτόν τον δύσβατο δρόμο. Προσωπικά μέσα από την τέχνη έχω την επιθυμία να πω αυτό που έγραψε ο Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Ναι, θα ήθελα να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Διαφωνώ με αυτό που έχει αρχίσει να διαδίδεται μεταξύ των καλλιτεχνών –που κατά τη γνώμη μου είναι αμερικάνικη σύλληψη– ότι δηλαδή το θέατρο είναι μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Πρόκειται για πνευματική εργασία, επομένως διαφέρει. Ωστόσο δεν εννοώ ότι μόνο η ενασχόληση με την τέχνη είναι πνευματική εργασία. Η ενασχόληση με τη γη είναι επίσης πνευματική εργασία. Υποστηρίζω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να βρει τον δρόμο του, να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά του αρέσει, ώστε να συμβάλλει για το κοινό καλό. Ίσως ήρθε η ώρα για την οικοδόμηση μιας δίκαιης κοινωνίας, όπου η βία θα απουσιάζει.  Επιμένω να τα λέω όλα αυτά, σχεδόν σαν προπαγάνδα υπέρ της ανθρωπότητας. Γνωρίζω ασφαλώς ότι το θέατρο δεν είναι πολιτική, ούτε drama therapy. Έχει ασφαλώς και αυτές τις λειτουργίες, αλλά δεν κάνεις θέατρο για να αισθανθείς καλά μόνο εσύ. Δεν φτιάχνεις ένα γλυκό για να το δείξεις στους άλλους και να πεις «κοιτάξτε τι ωραίο που είναι! Τώρα θα δείτε πώς θα το απολαύσω».

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την πανδημία του κορονοϊού;

Οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν για την ευμεταβλητότητα της μοίρας, το πόσο ρευστά είναι τα πράγματα. Ζεις μια κατάσταση, πιστεύεις ότι δεν πρόκειται να αλλάξει, και την επόμενη κιόλας στιγμή, μια άλλη κατάσταση αναποδογυρίζει τα πάντα. Έτσι συνέβη και με τον κορωνοϊό. Ακούγονται διάφορα για την προέλευσή του. Λένε ότι είναι παράγωγο εργαστηρίου, δεν ξέρω αν ισχύει, πάντως θα έπρεπε να διδαχθούμε κάτι από αυτή την περιπέτεια. Να προστατεύουμε περισσότερο τους άλλους, να νοιαζόμαστε για τη συνέχεια της ύπαρξής μας και του πολιτισμού μας. Αντίθετα, τώρα τελευταία επιδεικνύουμε αλαζονική συμπεριφορά. Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες στηλιτεύεται η αλαζονεία. Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι είσαι θνητός. Είσαι άνθρωπος – κάτι σπουδαίο, αλλά και τίποτα περισσότερο από έναν σβώλο χώματος που ανασαίνει.

 

 

Ο Θεόδωρος Εσπίριτου αποφοίτησε από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, από τη Δραματική Σχολή της Ε. Χατζίκου και από το Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Έχει σκηνοθετήσει μέχρι τώρα 43 παραστάσεις και 12 δρώμενα και αναλόγια, στο Εθνικό Θέατρο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας, Πάτρας, Σερρών, Κοζάνης, Ιωαννίνων και σε ανεξάρτητες ομάδες. Παραστάσεις του έχουν παρουσιαστεί στην Ιταλία, στη Βόρεια Μακεδονία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στη Ρουμανία.

Από το 1994 ως το 2000 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής και εισηγητής του εκπαιδευτικού προγράμματος, πανελλήνιας εμβέλειας, «Ιούλιος, μήνας θεατρικής εκπαίδευσης στα Χανιά» του Πολιτισμικού Νότου.

Ίδρυσε το Studio Θεατρικών Ερευνών και το επιχορηγούμενο Θέατρο του Μαρτίου. 

Έχει γράψει επτά θεατρικά έργα εκ των οποίων το «Inferno, εικόνες μιας έκθεσης», παρουσιάστηκε στο Θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία του ιδίου, ενώ με μορφή αναλογίου παρουσιάστηκαν τα έργα «Ηλέκτρα, το τέλος της παράστασης» (Γκαλερί Ώρα), «Delirium tremens» (Φούρνος), «Η σχεδία της Μέδουσας» (Άλεκτον) και με μορφή μουσικού αναλογίου «Η μικρή Σειρήνα» (Αίθουσα Εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου). Το μυθιστόρημά του «Το Παιχνίδι της Άγρας» εκδόθηκε από την Κίχλη.

Έχει παραδώσει σεμινάρια και διαλέξεις σε ομάδες Ελλήνων και ξένων στους Δελφούς, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στην Κοζάνη, στην Πτολεμαΐδα, στο Κομμένο Άρτας, στη Χάλκη, στη Ρόδο, στην Κόρινθο, στη Μεγαλόπολη, στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας και στην Τεχεράνη. Για την παράδοση σεμιναρίων έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, τις Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης, το Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ιδιωτικούς φορείς.

Θεατρολογικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Οδός Πανός (τεύχη: 146, 155).

Από το 1993 μέχρι σήμερα έχει διδάξει στο «Acting Anatomy Studio» της Ρούλας Πατεράκη, στο Τμήμα Υποκριτικής Θεάτρου-Κινηματογράφου του δημοσίου Ι.Ε.Κ. Αμαρουσίου, στο αντίστοιχο τμήμα του δημοσίου Ι.Ε.Κ. Νέας Ιωνίας, στο Εργαστήρι Θεατρικής Εκπαίδευσης του ‘Πολιτισμικού Νότου’ στα Χανιά, στο Εργαστήρι «Άκης Δαβής», στο τμήμα Β.Α. in Performing Arts του Athens Metropolitan College σε συνεργασία με το Queen Margaret University του Εδιμβούργου και στις Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης «Αρχή» της Νέλλης Καρρά, «Πρόβα» της Μαίρης Ραζή, στη σχολή του Γιώργου Κιμούλη, στη σχολή «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη και στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Δήμου Αγίας Βαρβάρας "Ιάκωβος Καμπανέλλης".

Υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του 13ου Φεστιβάλ Θεάτρου της Κορίνθου, μέλος της προκριματικής επιτροπής των 29ων και 32ων Θεατρικών Αγώνων του Δήμου Ζωγράφου, ενώ για το 2017 ήταν ο υπεύθυνος σχεδιασμού των 31ων Θεατρικών Αγώνων του Δήμου Ζωγράφου.

 Τον Ιανουάριο του 2017 διετέλεσε μέλος της κριτικής επιτροπής του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου της Τεχεράνης.

 Από το 2017 είναι υπεύθυνος του Τμήματος Σκηνοθεσίας Θεάτρου που αποτελεί δραστηριότητα της Δραματικής Σχολής του Δήμου Αγίας Βαρβάρας ‘Ιάκωβος Καμπανέλλης’.

 Τιμήθηκε από τον Δήμο Κορίνθου (2015) και τον Δήμο Ζωγράφου (2018) για την προσφορά του στη Θεατρική Τέχνη.

 Το Παιχνίδι της Άγρας είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

 

 

 

 

 

Back to top