“Απ’ το Αλέτρι στο Smartphone” | Παρουσίαση βιβλίου

Το βραβευμένο βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή "Από το αλέτρι, στο smartphone" (εκδόσεις Μελάνι)  παρουσιάστηκε διαδικτυακά την Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021.

Κατά την παρουσίαση ο συγγραφέας συζήτησε με το κοινό.

Για το βιβλίο μίλησαν ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης, Κοινωνικός και Αναπτυξιακός Ψυχολόγος (Τμήμα Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου) και η Αναστασία Ζέππου, Εκπαιδευτικός.

Την εκδήλωση και συζήτηση συντόνισε εκ μέρους του Κέντρου Πρόληψης ο Σπύρος Στογιάννης, Στέλεχος Πρόληψης - Κοινωνικός Λειτουργός.

Ακολουθεί η παρουσίαση της Αναστασίας Ζέππου:

Τον πρωτοσυνάντησα με τον Αυγουστίνο (φίλος του από το 2000 περίπου) στην Αθήνα πριν εφτά χρόνια. Άνθρωπος ευγενικός, ανοιχτός, αλληλέγγυος. Άνθρωπος με χιούμορ, βιβλιοφάγος, θεατράνθρωπος, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, μεταφραστής, δημοσιογράφος κ.ά.

Τον παρακαλουθώ συστηματικά τον Κωνσταντίνο στο thepressproject. Δεν χάνω ποτέ την ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ του.

Με συγκινεί η πορεία του (πολιτική, κοινωνική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική, ανθρώπινη).

Ο Κωνσταντίνος Πουλής (ας ακούγεται τετριμμένο αυτό που θα πω) έχει σπάνιο ήθος. Φαίνεται και στη γραφή του. Και είναι πάντοτε έντιμος και ειλικρινής σε όσα υποστηρίζει και υπερασπίζεται.

Η γραφή του ρέει αβίαστα σα γάργαρο ποτάμι. Δεν βαριέσαι, καθώς τον διαβάζεις. Έχει αφομοιώσει έναν απέραντο πλούτο βιβλίων, ελληνικής και ξένης γραμματείας. Κινείται π.χ. με μεγάλη ευχέρια σε μια απέραντη βιβλιογραφία και εύκολα ανατρέχει σε αρχαίους φιλοσόφους, τραγωδούς, ραψωδούς, ποιητές κ.α.

Η ευφυΐα του και η μνήμη του συνάμα είναι αξεπέραστες.

Έχει εμβαθύνει σε πολλά γνωστικά πεδία (ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία, λαογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία, θέατρο, μετάφραση, κοινωνιολογία).

Σε δημοσιογραφικές συζητήσεις και συνεντεύξεις του πάντοτε σέβεται το συνομιλητή του, ακόμα και κάθε πολιτικό του αντίπαλο και περιμένει με σεμνότητα τη σειρά του για να μιλήσει.

Ακόμα και στην ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ (σατυρική εκπομπή και όχι μόνο) ποτέ δεν εκφέρει ανοησίες. Μαθαίνεις μέσα από αυτήν όλη την εβδομαδιαία ειδησεογραφική αντζέντα με χιουμοριστικό και εύστοχο πνεύμα, χωρίς καμμία χυδαιότητα.

Ο λόγος τού Κωνσταντίνου και στο πρόσφατα βραβευμένο βιβλίο του «Απ᾿το αλέτρι στο smartphone» και σε άλλα γραπτά του είναι πάντα δομημένος ορθολογικά, πυκνός κάποιες φορές, με σθένος, φαντασία και έμπνευση. Έχει ταλέντο σε πολλά πεδία γραφής τα οποία καλλιεργεί συστηματικά.

Χρόνια ασχολείται ο Πουλής με θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ακόμα θυμάμαι, αν δεν απατώμαι τον Μάϊο τού 2020, μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Γιάννη Κιουρτσάκη γύρω από αυτά τα ζητήματα.

Το δοκίμιο, λοιπόν, που κρατάμε στα χέρια μας, είναι το απόσταγμα όλης αυτής της χρόνιας προσωπικής του περιδιάβασης και θεματικής στα μονοπάτια της λαογραφίας. Εξηγείται, επομένως η μαγεία που μας ασκούν η γραφή του, το ύφος του και το περιέχομενο τού βιβλίου του, έστω κι αν διαφωνούμε σε κάποια σημεία του.

Όσο κι αν προσπαθεί ο συγγραφέας, μέσω της δοκιμιακής κυρίως μορφής, να προσεγγίσει λαογραφικά και ανθρωπολογικά τις πατρικές αφηγήσεις, δεν παύει να υποβόσκει ένα αυτοβιογραφικό βλέμμα αρκούντως τρυφερό και συγκινητικό.

Εξάλλου αυτές οι ιστορίες από το Καρβουνάρι Αρκαδίας με τις οποίες παιδιόθεν γαλουχήθηκε ο Κωνσταντίνος, αυτές ακριβώς τον ώθησαν να σκύψει βαθύτερα, να αναστοχαστεί και να τις αποτυπώσει σε αυτό το βραβευμένο χρονικό που έχουμε μπροστά μας. Διότι, παρά τις τυχόν ατέλειές του, το έργο: «Απ᾿ το αλέτρι στο smartphone» είναι πράγματι ένα αριστούργημα, καθώς ο προφορικός λόγος τού πατέρα του που ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή συνομιλεί αναστοχαστικά με τον δοκιμιακό λόγο τού γιού του τού Κωνσταντίνου Πουλή.

Δύσκολο εγχείρημα το παραπάνω που απαιτεί εξαιρετική γλωσσική ικανότητα και διαίσθηση, ούτως ώστε να συγκροτηθούν και οι αφηγήσεις και τα δοκίμια σε μια ενιαία σύνθεση. Και το πετυχαίνει αυτό ο συγγραφέας σιωπηλά, χωρίς να γίνεται μελοδραματικός.

Το βιβλίο «Απ᾿ το αλέτρι στο smartphone», λοιπόν, είναι μια πολιτισμική βιογραφία τού πατέρα τού συγγραφέα, δηλ. τού Άγγελου Πουλή, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καρβουνάρι Αρκαδίας και περιλαμβάνει αφ᾿ενός μεν τις προσωπικές του αφηγήσεις και αφετέρου σκέψεις, ιστορικές αναφορές και δοκίμια τού συγγραφέα Κωνσταντίνου Πουλή, εν είδει σχολίων πάνω στις αφηγήσεις τού πατέρα του.

Χοντρικά χωρίζεται σε 12 περίπου ενότητες που αφορούν: (α) στα παιδικά χρόνια και το παιχνίδι, (β) στα παπούτσια και τα ρούχα, (γ) στο σπίτι, (δ) στο φαγητό, (ε) στη λαϊκή ιατρική, (στ) στα αρχαία ερείπια, (ζ) στο ληστρικό μυθιστόρημα, (η) στην οικονομική ζωή και το χρήμα, (θ) στην αγροτική ζωή, (ι) τραγούδια – χορό, (ια) βιομηχανική επανάσταση, (ιβ) ψηφιακές τεχνολογίες.

Παρά την εναλλαγή τού ύφους: προφορική αφήγηση από τη μία και δοκίμιο – ιστορική αναδρομή από την άλλη, το κείμενο είναι καλοδουλεμένο και συγκροτημένο. Ρέει αβίαστα και διαβάζεται μονορούφι.

Οι αφηγήσεις είναι ζωντανές και σπαρταριστές. Συνειρμικά θυμάμαι και προσωπικές οικείες μου ιστορίες, άλλοτε χαρούμενες, άλλοτε θλιβερές.

Ωστόσο κι ο δοκιμιακός λόγος τού Πουλή διαθέτει χιούμορ και βάθος ταυτόχρονα.

Δεν πλήττεις καθόλου διαβάζοντάς το, παρά τον όγκο των πληροφοριών που καταγράφονται. Κι ενώ εγώ τουλάχιστον χρειάζομαι κάποιο λεξικό ή μια wikipedia για να κατανοήσω διάφορες λέξεις και νεολογισμούς που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η γραφή του έχει παλμό και με γοητεύει. Και θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο έχει καταφέρει να μεταπλάσει το άπειρο υλικό του σε άρτιο δοκίμιο.

Και για του λόγου το αληθές, σας διαβάζω, σελ. 42: «Τα παιδιά βεβαίως από τότε «δενδροβατούσαν», δηλ. σκαρφάλωναν στα δέντρα. Η μακριά γαϊδούρα λεγόταν «μοσκίνδα», αν και εγώ, όταν ήμουν μικρός, ήμουν το μόνο παιδάκι με γονείς φυσικοθεραπευτές, που θεωρούσαν ότι από στατιστική άποψη είναι μάλλον παράλογο να αφήνεις τον κόσμο να χοροπηδάει πάνω στη μέση σου, και έτσι απείχα»

Σελ. 52: «...η παιδική ηλικία ήταν ιστορικά μια κόλαση, μέχρι τη σημερινή εποχή. Μέχρι τον 19ο αιώνα τα παιδιά ανήκαν στους γονείς τους, οπότε δεν υπήρχε ηθική ούτε νομική προστασία απέναντι στη βία, την πώληση, την εγκατάλειψη ή την εργασιακή εκμετάλλευση των παιδιών»

Σελ. 57-58 (αφήγηση Άγγελου Πουλή): «Μέσα στο μυαλό μου υπήρχε πάντα ένα πράγμα, έλεγα «τί πρέπει να κάνω για να ξεφύγω απ᾿αυτό». Μάλιστα έλεγα «Άγιε Νικόλα, βόηθα με και θα σου φέρω μία καμπάνα όταν μεγαλώσω», έτσι έλεγα. Θυμάμαι τη μάνα μου, τότε που δεν είχα μπει στο Γυμνάσιο, γιατί είχα χάσει ένα μάθημα. Τότε δίναμε εξετάσεις για να πάμε στο Γυμνάσιο.

Ήμουν τόσο στενοχωρημένος, γιατί μπήκα στη γερουσία, ξανά στην Έκτη Δημοτικού, στο τελευταίο θρανίο που ήταν η γερουσία. Και είχα βγάλει εδώ έρπητα, «είχα μπουρτζιάσει», που έλεγε η μάνα μου. Και τότε ακόμη δεν μου είχε πει ότι θα με ξαναστέλνανε στο Δημοτικό. Δεν ήξερα. Απλώς βγήκαν τ᾿αποτελέσματα, δεν ήταν τ᾿όνομά μου εκεί και εγώ πήγα στα γαλιά.

Και έρχεται η μάνα μου και με βρίσκει εκεί στην Παναγιά, λίγο πιο πάνω, και μου λέει: «Πώς θα σε στείλω στο σχολείο έτσι μπουρτζιασμένο; Γιατί στενοχωριέσαι; Αφού θα ξαναπάς και όλα θα είναι καλά». Και μ᾿αγκάλιασε. Τη θυμάμαι αυτή τη σκηνή πάρα πολύ έντονα.

Ένα μάθημα δεν το έδωσα καθόλου, πήγα και δεν πρόφτασα να το δώσω και δεν πέρασα. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν. Και ξαναπήγα στην Έκτη τάξη του Δημοτικού, γιατί άργησα να πάω γιατί ήταν κατεβασμένο ένα ξερόρεμα.

Κι εκεί σ᾿αυτό το ποτάμι, μου ᾿λεγε ο αδελφός μου, πήγε ο παπάς πάση θυσία να περάσει απέναντι να πάει να κάνει λειτουργία και τον πήρε το ποτάμι και πνίγηκε. Σ᾿αυτό το ίδιο το ποτάμι. Ίδια εποχή ήταν, όχι αργότερα. Δεν είχαν φτιάξει τη γέφυρα και περνούσαν μέσα από το ρυάκι του ποταμιού»

Σελ. 77: «Η λέξη που επανέρχεται σε όλες αυτές τις αφηγήσεις τής φτώχειας είναι η ντροπή. Μοιάζει με τα όνειρα που βλέπει κανείς ότι πάει στο σχολείο χωρίς παντελόνι, μόνο που δεν είναι όνειρο.

… Τα ρούχα υπήρξαν διαχρονικά μηχανισμός εμπέδωσης αυτής ακριβώς της ιεραρχίας. Ο πλούσιος αστός εκνευριζόταν όταν έβλεπε τον φτωχό να μιμείται τα ρούχα του, όπως ο Ερρίκος Δ΄όταν έβλεπε αστούς να ντύνονται στα μεταξωτά.

Η ίδια η συχνή αλλαγή της μόδας ήταν μια σπατάλη που του επέτρεπε να ξεχωρίζει από τον αγρότη που είχε το μόνιμο χαρακτηριστικό της παραδοσιακής κοινωνίας, τη στασιμότητα. Ο φτωχός δεν έχει καλά ρούχα, έχει γιορτινά. Και δεν έχει την παραμικρή ιδέα τί θα πει μόδα»

Σελ. 91 (αφήγηση Άγγελου Πουλή): «… όταν κατέβηκα κάτω τη νύχτα και είδα όλα τα φώτα της Αθήνας, που λαμποκόπαγε ο τόπος, τρελάθηκα, γιατί εμείς δεν είχαμε φως, ζούσαμε στο σκοτάδι. Δεν είχαμε ούτε στο σπίτι ούτε πουθενά, ήμασταν με τα λυχνάρια.

Και ξεκινάς από το χωριό και έρχεσαι στην Αθήνα που είναι όλα φωτισμένα και τρελαίνεσαι. Αυτήν ήταν η εντύπωση η μεγάλη.

Ήμουν εδώ κάτω στην Ταξιαρχών, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, ήταν χωράφια και μπορούσες να δεις όλη την Αθήνα, το κέντρο της, που ήταν όλη φωτισμένη. Βλέπαμε μέχρι τη θάλασσα στο Φάληρο, τη βλέπαμε τη θάλασσα από εδώ»

Σελ. 265-266: «Αυτό το μαραφέτι, που είναι πια τόσο οργανικό κομμάτι της καθημερινότητάς μας, είναι ταυτοχρόνως, ούτε λίγο ούτε πολύ, προϊόν εγκλήματος. Το iphone είναι το πιο τρανταχτό ίσως παράδειγμα εταιρικής κερδοφορίας σε συνθήκες σύγχρονης δουλείας.

… η αλήθεια είναι ότι αυτά τα άυλα αγαθά έχουν εντελώς υλικές προϋποθέσεις: ένα μικροτσίπ 32 megabyte απαιτεί 72 γρ. χημικών ουσιών, 700 γρ. αερίων, 32 λίτρα νερού και 1.200 γρ. ορυκτών καυσίμων.

Έτσι ερμηνεύεται και η προκλητική φράση που έχει ειπωθεί, πως ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι λιγότερο υλικός από τον κόσμο που προηγήθηκε. Αυτό δεν αφορά μόνο την iphone. Αφορά την ίδια την τεχνολογία των ηλεκτρονικών εν γένει.

Να μια διάσταση απάνθρωπη, που δεν θα ήταν σωστό να αποσιωπηθεί: η τεχνολογία τού αλετριού παράγεται σε συνθήκες λίγο – πολύ όμοιες με αυτού που το καταναλώνει. Η υψηλή τεχνολογία παράγεται από δούλους».

Τα παιδιά, λοιπόν, που δενδροβατούσαν (σελ. 42), η παιδική εκμετάλλευση (σελ. 52), ο αγώνας για μάθηση, (σελ. 57-58), η ντροπή τού εφήβου για τα φτωχικά του ρούχα (σελ. 77), η τρέλλα που προκαλούν τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας σε ένα χωριατόπουλο που πρώτη φορά τα βλέπει (σελ. 91), όπως και το ότι αυτό το μαραφέτι το iphone είναι προϊόν εγκλήματος και η υψηλή τεχνολογία παράγεται από δούλους (σελ. 265-266) είναι κάποιες από τις άπειρες θεματικές που ψηλαφεί και διερευνά αυτό το βιβλίο. Ανοίγει, ως εκ τούτου, σημαντικές προοπτικές για περαιτέρω εντρύφηση και συζήτηση.

Ευχόμαστε στον ίδιο τον Κωνσταντίνο από καρδιάς να συνεχίζει το βίο του και τα έργα του με υγεία, αγάπη, έμπνευση, αισθητική, ευφυΐα, χιούμορ και την εντιμότητα που τον διακρίνει. Και ειλικρινά τον ευχαριστούμε για όσα μας χαρίζει.

Αναστασία Ιω. Ζέππου

 

 

 

 

 

Back to top