Παρουσίαση του βιβλίου
“Το χτικιό – Το Σανατόριο της Ελεούσας στη Ρόδο” της Ίριδας Μαυράκη
Γράφει ο Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
Ίρις Μαυράκη. Μια μελωδική φωνή της Ρόδου από τα χρόνια τα παλιά. Τις δεκαετίες του ΄60, του ΄70, του ΄80 και του ΄90. Τότε που η μουσική έπαιζε ρόλο καθοριστικό στον πολιτισμό του νησιού. Τότε που η διασκέδαση δεν ήταν μονόπλευρη, αλλά είχε και την ποιοτική της πλευρά. Το ποιοτικό τραγούδι. Το τραγούδι που μας προβλημάτιζε, μας γαλουχούσε και μας γέμιζε ελπίδες, θάρρος νεανικό και μαχητικότητα.
Αργότερα κατάλαβα πως αυτή η φωνή, η φωνή της Ίριδας, δεν ήταν φτιαγμένη μόνο για να τραγουδά, αλλά και για να διεκδικεί, να μάχεται, να επαναστατεί, να αγωνίζεται, για να γίνει η πατρίδα μας ομορφότερη, να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα πυρηνικά όπλα μαζικής καταστροφής, από τη φτώχεια, από τον ρατσισμό και την αδικία, σ’ έναν κόσμο δίχως ανήμπορους και καταφρονεμένους, σ’ έναν κόσμο της Ειρήνης και της Προόδου.
Κι έτσι την ξέρω μέχρι σήμερα, τώρα που έτσι τα έφερε η ζωή της, ώστε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, αλλά και να συνεχίζει στους ίδιους ρυθμούς που εκείνη γνωρίζει, να μάχεται με τις φτωχές της δυνάμεις και κυρίως με τη φωνή της, για τις ίδιες αξίες, για τα ίδια ιδανικά. Και θέλω να πιστεύω, πως πάντα η φωνή και η γραφίδα είναι τα φονικότερα όπλα απέναντι στις εξουσίες και τις κατεστημένες δομές. Και να ξέρουμε, πως τις φοβούνται τις φωνές και τις γραφές όλες οι εξουσίες.
Γεννημένη στην Αφρική από Ροδίτη πατέρα και Αυστριακή μητέρα, επέστρεψε οικογενειακώς στη Ρόδο, όπου και ξεκίνησε τα πρώτα της μουσικά βήματα με κλασικό πιάνο και κλασικό τραγούδι, για να καταφέρει στη συνέχεια, με το χάρισμα που της έδωσε η φύση, να δώσει συναυλίες όχι μόνο στη Ρόδο και την Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Τσεχία, στην Ελβετία, στην Τουρκία, το Ισραήλ και τη Βρετανία.
Εδώ στη Ρόδο συμμετείχε σε μουσικά σχήματα παρέα με τους Τάκη Βούη, Αγαπητό Πάχο, Μικρές Περιπλανήσεις, Λάκη Χαλκιά, Γιώργο Μισίκο, Λάκη Ροδίτη, Σταύρο Χαρτοφύλη, Γρηγόρη Μητροσμπάρα, Γιώργο Καραγιάννη κ.ά.
Επίσης εμφανίστηκε ως σολίστ με τις Συμφωνικές Ορχήστρες της Σμύρνης, του Εσκί Σεχίρ, την Προεδρική Συμφωνική Ορχήστρα της Άγκυρας, την Ορχήστρα Δωματίου του Μαρμαρίς, την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα της Προύσας, την Ακαδημαϊκή Ορχήστρα Δωματίου του Πανεπιστημίου της Μερσίνας, την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου των Μούγλων, ενώ συνέπραξε στο φεστιβάλ για την Ειρήνη στα Δίδυμα με τον διάσημο Τούρκο συνθέτη Ζουλφί Λιβανελί.
Και βέβαια, να συμπληρώσω πως στην Αγγλία η Ίρις ούτε σταμάτησε να τραγουδά, ούτε και σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τη Ρόδο και τα πολιτισμικά της. Εκεί, λοιπόν, μπήκαν στη ζωή της το ελληνοβρετανικό συγκρότημα RISE και η Χορωδία OPEN VOICES, αλλά και η νέα της δίψα, αυτή της συγγραφής με το πρώτο της βιβλίο στην αγγλική γλώσσα το 2021 με τον τίτλο «The Unending Journey» («Το ατέλειωτο ταξίδι») και το 2023 με το βιβλίο που παρουσιάζουμε «Το χτικιό – Το Σανατόριο της Ελεούσας στη Ρόδο».
Και φυσικά δεν την εγκατέλειψε ποτέ η έννοια της για τον Πολιτισμό της Ρόδου, όπως το Εθνικό Θέατρο, η Ροδιακή Έπαυλη, τα θερινά σινεμά, το Σανατόριο της Ελεούσας, η βιομηχανική εποχή της Ρόδου κι άλλα κι άλλα πολλά, που σήμερα ή βαλτώνουν στην απραξία και την εγκατάλειψή τους ή δεν υπάρχει πλέον ούτε ίχνος από αυτές τις εστίες πολιτισμού.
Το βιβλίο της έχει αναφορά σε τούτον εδώ τον ευλογημένο τόπο, την Ελεούσα, που με το Σανατόριό της περιέθαλψε και έσωσε τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων από τη μάστιγα της φυματίωσης κατά τη μεταπελευθερωτική περίοδο 1947-1970. Μια πανάρχαια αρρώστια, το χτικιό όπως το λέμε στα μέρη μας, η άσπρη πανούκλα, ένα νόσημα μεταδοτικό που οφείλεται στον βάκιλο του Κοχ, το λεγόμενο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.
Ψυχή του Ιδρύματος, κάτι που οφείλουμε να το λέμε σήμερα, υπήρξε ο Ρόδιος Ειδικός Ιατρός Φυματιολογίας και Νοσημάτων Αναπνευστικού συστήματος Εμμανουήλ Κωσταρίδης, ο οποίος διετέλεσε Επιστημονικός Διευθυντής του Σανατορίου καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του από το 1947 έως το 1970 και Διοικητικός Διευθυντής για 17 ολόκληρα χρόνια. Του οφείλουμε ευγνωμοσύνη.
Αυτή, λοιπόν, η εικοσιτριάχρονη λειτουργία του Σανατόριου στην Ελεούσα από τη μια και η επιδημία της φυματίωσης από την άλλη, που σημάδεψε εκατοντάδες συμπατριώτες μας και τους απόκλεισε κοινωνικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή τους έστειλε στον θάνατο σε μια Ρόδο με την πολυπολιτισμική κοινωνία της, χτύπησε τις ευαίσθητες χορδές της Ίριδας, η οποία με τα δικά της μάτια είδε τον ανθρώπινο πόνο, το κοινωνικό στίγμα και τον αποκλεισμό, τον φόβο, την αλληλεγγύη, τις ιστορικές μνήμες που περικλείουν πολέμους, φτώχεια, αγώνες, άγνωστες ιστορίες ανθρώπων, αρρώστιες, έρωτες, που δεν γνωρίζουν φραγμούς, θρησκείες, εθνότητες ή σύνορα, όπως η ίδια αναφέρει στο προλογικό της σημείωμα.
Έτσι, ταξίδεψε από το Μάντσεστερ στα πάτρια εδάφη αρκετές φορές, συνομίλησε με ανθρώπους που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα του Σανατόριου, ανακάλυψε τον ράφτη, τον μαραγκό, τον νοσοκόμο, τον αποθηκάριο, τις Μικρασιάτισσες αδελφές από την Κω, τον Μουσουλμάνο δάσκαλο από τη Σάλακο κι άλλους ηρωικούς χαρακτήρες που έδωσαν την ίδια τη ζωή τους για να επιτελεί τον θεραπευτικό του χαρακτήρα το Ίδρυμα και πήρε την απόφαση να περιπλέξει τη λειτουργία του μέσα από ένα διήγημα, μια μυθοπλασία, που όμως εμπεριέχει ιστορικές πληροφορίες και όχι μόνο.
Δύσκολη υπόθεση, αλλά τα κατάφερε. Την νοιάζει η Ρόδος, τα Δωδεκάνησα, που για πρώτη φορά ύστερα από έξι και πλέον αιώνες πρόφεραν τη μαγική λέξη Ελευθερία και η κοινωνία της δοκιμάζεται από το θανατηφόρο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, το χτικιό. Την νοιάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, ο πόνος τους, ο έρωτάς τους, το πάθος τους, η ίδια η ψυχή τους, η αλληλεγγύη απέναντι στο φοβερό χτικιό. Και γνωρίζει, εκ των προτέρων, πως η κοινωνία της Ρόδου θα καταφέρει μέσα από την επιδημία με την αρωγή της επιστήμης, την ανθρωπιά, τον αλληλοσεβασμό, την ενσυναίσθηση και την αγάπη.
Το «Χτικιό» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίμετρο» το 2023, έχει σχήμα 14 Χ 21 εκ., χωρίζεται σε 16 ενότητες, στις οποίες προστίθενται ο Πρόλογος, η Εισαγωγή, πλούσιο έγχρωμο φωτογραφικό υλικό, Πηγές-αποσπάσματα-πληροφορίες, Τα υπαρκτά πρόσωπα στην ιστορία, καθώς και οι ευχαριστίες και το βιογραφικό της συγγραφέως. Το έγχρωμο εξώφυλλο κοσμεί φωτογραφία του Σανατόριου του Νίκου Μαστροχρήστου.
Στο Εισαγωγικό της Σημείωμα η συγγραφέας προσεγγίζει ιστορικά τη φυματίωση, η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, αναφέρεται στις διάφορες ονομασίες που έλαβε η μεταδοτική νόσος, όπως φθίση, χτικιό, θανατικό, λευκός θάνατος, λευκή πανώλη, λευκή μάστιγα, νόσος του πάθους, ενώ στην παγκόσμια και ελληνική Λογοτεχνία θα κυριαρχήσει, και στους στίχους του Ρεμπέτικου Τραγουδιού θα αποτυπωθεί ως φθίση, χτικιό, μαράζι, μεράκι.
Αλλά και τα ροδίτικα δίστιχα που συνέλεξε ο Γιάννης Κλαδάκης και ταξινόμησε και επιμελήθηκε ο Μανώλης Μακρής, δεν έμειναν αμέτοχα στο μεγάλο θανατικό του αιώνα, τη φυματίωση. Η Αφέντρα Πελέλα, το γένος Γιάννη Κούρτη από την Μονόλιθο θα απαγγείλει στον Γιάννη Κλαδάκη το ακόλουθο δίστιχο για τη φυματίωση:
Ο φτισικός
Σαν ήμουνα τριώ χρονώ κι επάαινα τεσσάρω
καλλίτερά ʼτο μάνα μου να μ’ έδινε στο χάρο,
παρά που εμεγάλωσα κι ήρτα σε ηλικία
κι έφθειρα το κορμάκι μου μες στα νοσοκομεία.
Ξέρω ʼτο που μαι φτισικός, γιατί να μου το λέσι,
γιατί μου το θυμίζουσι και τηγ καρδιά μου καίσι;
Στης Ελεούσας τα βουνά, εκεί θα βγ’ η ψυχή μου,
άθρωπος δε θα βρίσκεται να θάψει το κορμί μου.[1]
Σε ένα άλλο πολύστιχο μοιρολόι από την Έμπωνα, ακούμε τη Δέσποινα Χουρδάκη, το γένος Σταμάτη Μιχαλεράκη να μοιρολογιέται:
…Δεν το ʼλεα. Δεν το ʼρπιζα τέτοιογ κακό να μ’ εύρει,
στης Ελεούσας τα βουνά να χάσω ένα λεβέντη.
Στης Ελεούσας τα βουνά μου ʼπασιμ πως θα γιάνεις,
ποιος ήθεν να μου το ʼλεε πως ήτο να πεθάνεις.[2]
Τέλος, σε πολύστιχες μαντινάδες της Μονολίθου η Ασπασία Κοκιαντώνη και η Μαρίκα Γιωργαρά από την Μονόλιθο μοιρολογιούνται, επίσης, για το μεγάλο θανατικό, με υπόστρωμα τον αιώνιο έρωτα των ανθρώπων:
Σαγ καταντήσω φτισικός και φθείρω ʼπου τη φτίση,
τότες και η αγάπη μας, πουλί μου, θα διαλύσει.
Σαγ καταντήσω φτισικός είτε παραφρονήσω,
τότες κι εγώ, πουλάκι μου, θε να σε λησμονήσω…[3]
Η δική μας συγγραφέας επισημαίνει, τόσο τον πανικό που προκλήθηκε στις κοινωνίες, όσο και την άθλια αντιμετώπιση των φυματικών που εθεωρούντο αποσυνάγωγοι και σχεδόν μισητοί. Ενημερώνει, επίσης, το αναγνωστικό κοινό ότι το πρώτο Σανατόριο στην Ελλάδα ήταν το «Σωτηρία» το 1905, που ιδρύθηκε από τη Σοφία Σλήμαν και φιλοξένησε χιλιάδες Μικρασιάτες.
Στη Δεύτερη ενότητα η συγγραφέας αναφέρεται στην αντιμετώπιση της φυματίωσης από το ιταλικό καθεστώς με ένα Σανατόριο για φυματικούς στο Καναμάτ, ενώ τα μεγαλεπήβολα σχέδια τόσο του Μάριο Λάγκο όσο και του Ντε Βέκκι που έβαλε έως και τον θεμέλιο λίθο, δεν ευδοκίμησαν, αφού τους πρόλαβε ο Πόλεμος. Στην περίοδο πια της αγγλοκρατίας, λόγω της αύξησης των κρουσμάτων, χρησιμοποιήθηκαν για τους φυματικούς το Νοσοκομείο του «Θέρμαι» και το συγκρότημα της Βάρης στο Παραδείσι.
Έτσι επί Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως, πλέον, το 1947, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν τα εγκαταλειμμένα ιταλικά κτίρια του Campochiaro, καθώς και το παλιό σχολείο στην Ελεούσα ως «Κρατικό Σανατόριο Δωδεκανήσου Βασίλισσα Φρειδερίκη».
Η Ίρις μας δίνει, επίσης, την πληροφορία ότι πολλά άτομα από το προσωπικό, όπως νοσηλευτές και νοσηλεύτριες, φαρμακοποιοί, οδηγοί, ηλεκτρολόγοι έμεναν και στα κοντινά χωριά Πλατάνια, Διμυλιά, Ελεούσα, Αρχίπολη, ενώ στα 23 χρόνια λειτουργίας του νοσηλεύτηκαν 1581 ασθενείς από τη Ρόδο, τα Δωδεκάνησα, τη Βόρεια Ελλάδα και αλλού.
Στις υπόλοιπες ενότητες η Ίρις ξετυλίγει το κουβάρι της διήγησής της στο θρυλικό Σανατόριο. Ένας Ιταλός κι ένας Τούρκος βρίσκονται στην πλατεία έξω από το εγκαταλειμμένο Σανατόριο, αναζητώντας πληροφορίες, ο μεν πρώτος για τον μουσικό πατέρα του που νοσηλεύτηκε εκεί, ο δε δεύτερος για τον δικό του πατέρα που κατοικούσε στη Σάλακο και εργαζόταν στο Σανατόριο.
Κεντρική της ηρωΐδα η Ελένη, η ράφτρα του Σανατόριου με τις πάνινες μάσκες για τους φυματικούς, μια Νιοχωρίτισσα που έπιασε δουλειά στο ΄Ιδρυμα, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας της, της κυρά-Μαρίκας, που την πήρε μαζί της το χτικιό, κι ο καλός διευθυντής, ο καλός Σαμαρείτης Εμμανουήλ Κωσταρίδης, που γνώριζε τη ραφτοσύνη της, την προσέλαβε αμέσως.
Η συγγραφέας, σ’ αυτό το σημείο, δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει ένα φλας μπακ στις αναμνήσεις της παλιάς της γειτονιάς, του Νιοχωριού, για να αναθυμηθεί, τι άλλο, τους ανθρώπους του πιο όμορφου μαρασιού της Ρόδου, τη σινιόρα Κάρμεν, τη γλυκιά Εβραία, που της έδινε αφράτα και μυρωδάτα γλυκά σιμιγδαλένια, ύστερα το μάζεμα των Εβραίων από τους Γερμανούς για τα κρεματόρια της Γερμανίας, τον πατέρα της που έφυγε στο μέτωπο του Πολέμου και μετά βγήκε στα βουνά με τους αντάρτες, αλλά και το πολύτιμο ραδιόφωνο στο Σανατόριο που τους επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο και τους μαλάκωνε τη ψυχή με τον μαγικό κόσμο της μουσικής, όπως κι εκείνο το γραμμόφωνο στο Νιοχώρι με το γρατσούνισμα της βελόνας σαν ακουγόντουσαν δυνατά τα τραγούδια. Εποχές και αναμνήσεις που έφυγαν ανεπιστρεπτί.
Η μουσική ταυτότητα της Ίριδας, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη σε μια τέτοια διήγηση με το κοινωνικό της περιεχόμενο, κυρίως. Έτσι, λοιπόν, στο Σανατόριο θα βρεθεί κι ένας Ιταλός βιολιστής, ο Τζιάκομο που ξώμεινε στη Ρόδο σαν τέλειωσε ο Πόλεμος, αλλά τον πρόλαβε το χτικιό και τον έστειλε στην Ελεούσα. Τα ʼφερε η ζωή από δω, τα φερε από κει, κι ο Τζιάκομο πριν αρρωστήσει ερωτεύτηκε σφόδρα την μητέρα της Ελένης κι πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, έξω από το σπίτι τους στο Νιοχώρι για να την χαιρετήσει και να της πει τα ντέρτια του.
Αχ το Νιοχώρι, εκείνη η συνοικία με την πολυπολιτισμική κοινωνία, τους Ροδίτες, τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, τους Λεβαντίνους, τους Εβραίους, τους Σμυρνιούς, τους Αρμένιους, τους Ιταλούς, τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Μουσουλμάνους, που ρήμαξε και πάει στο βωμό του τουρισμού και της ανάπτυξης.
Κι όταν ένα πρωί, ξανανοιάστηκε ο Τζιάκομο την κυρά Μαρίκα και την Ελένη, του είπαν οι γείτονες τα θλιβερά μαντάτα. Χτύπησε το χτικιό την πόρτα τους! Κι ο Ιταλιάνος κατέρρευσε, σχεδόν δεν έτρωγε, κι ένοιωθε τύψεις που ποτέ δεν της μίλησε για την αγάπη του και πώς ήθελε να την παντρευτεί για να φροντίζει εκείνη και την Ελένη της.
Ώσπου κι εκείνος, αδύναμος κι εξαντλημένος, πήρε το κέρινο χρώμα κι ένοιωσε έναν πόνο στο στήθος. Έτσι, που δεν άργησε να βρεθεί στην Ελεούσα μαζί με το γλυκόλαλο βιολί του και τα βιβλία του.
Και σαν άρχισε ο Τζιάκομο να σκορπά τις μελίρρυτες δοξαριές του με τους ήχους του Νικολό Παγκανίνι στις αίθουσες του Σανατόριου και τα γύρω δάση και βουνά, η κυρά Μαρίκα έγειρε μια το κεφάλι της προς το παράθυρο για να δει τον ήλιο κι άφησε την τελευταία της πνοή.
Ήταν τότε που για ακόμα μια φορά οι εφτά καμπάνες της Παναγιάς των Θλίψεων, της Madonna Addolorata, χτύπησαν πένθιμα για να στείλουν την είδηση σ’ όλο το βουνό και τα γύρω χωριά. Ως και τα ελάφια την ημέρα εκείνη, καταγράφει η Ίρις, βγήκαν σαστισμένα στις άκρες του δάσους και στάθηκαν περιμένοντας.
Ήταν τότε που ο Τζιάκομο σαν το ʼμαθε, πήρε το βιολί του και με το αδιάφανο χρώμα του κορμιού του, όπως εκείνο της θάλασσας όταν δεν έχει φεγγάρι, κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε έξω από το κτίριο, υποκλίθηκε προς όλους και άρχισε την παραπονιάρικη μελωδία του. Από τότε, ο Τζιάκομο σε καθημερινή βάση χάριζε της μελωδίες του σε όλους στους ασθενείς που σηκωνόντουσαν πίσω από τα τζάμια στα παράθυρα για να τον ακούσουν.
Και σαν ήρθε η μέρα της αποθεραπείας του, ο Τζιάκομο αποχαιρέτησε όλους τους ασθενείς από μακριά, κι έδωσε στην Ελένη ένα κομμάτι ρετσίνι από το βιολί του, για να έχει κοντά της το άρωμα των πεύκων. Στην Ιταλία πίστευαν, λέει, πως το ρετσίνι είναι το δάκρυ των πεύκων. Την αγάπησε σαν παιδί του και σε λίγο καιρό της έστειλε ένα γράμμα από την Ιταλία και μια παρτιτούρα, γράφοντάς της να πάει κοντά του, να την υιοθετήσει.
Μα η ζωή στο Σανατόριο δεν είχε σταματημό. Άλλοι αποθεραπεύονταν κι άλλοι πέθαιναν κι αρκετούς τους έθαβαν εκεί κοντά στο διπλανό δάσος, στο δρόμο προς το χωριό της Αρχίπολης, άγνωστο πόσοι, εκεί στο νεκροταφείο των φυματικών, το εγκαταλειμμένο σήμερα, όπως και το Σανατόριο.
Αναθυμάται η Ελένη την ημέρα εκείνη σαν έφτασε το λεωφορείο από την πόλη με τους στοιβαγμένους άντρες, γυναίκες και παιδιά, άλλα πιο μεγάλα κι άλλα πιο μικρά, έφηβοι, ορφανά, κάποια με τον ένα γονιό ή χωρίς, ακόμα κι από την Παιδούπολη της Καλάθου. Ανάμεσά τους και δυο ξεριζωμένες Μικρασιάτισσες αδελφές από την Κω.
Και βάζει ο νους της τους χωρικούς από τα γύρω χωριά που ήρθαν στο Ίδρυμα εκείνο το απόγευμα κουβαλώντας αβγά, γάλα, τυρί, χορταρικά, πίτες, φρεσκοζυμωμένο ψωμί κι ό,τι άλλο χρειαζόταν το Σανατόριο. Αυτός ο κώδικας της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης είναι εκείνος που χαρακτήριζε την εποχή του θανατικού των ανθρώπων.
Μια μικρή ξεχωριστή ενότητα η συγγραφέας την αφιερώνει στην περίπτωση νοσηλείας του Ροδίτη ήρωα της αντίστασης κατά την ιταλική εποχή Γιώργου Κυρμιχάλη, που εν τέλει, πέθανε στο Σανατόριο το 1949, αφού προηγουμένως νοσηλεύτηκε στο «Σωτηρία» και στο «Σισμανόγλειο».
Αλλά η συγγραφέας, με τις ευαισθησίες που την χαρακτήρισαν σε όλη της τη ζωή, έκρινε πως όλο αυτό το «θαύμα» που συντελούνταν μέσα στο Σανατόριο με τα πενιχρά μέσα της εποχής, δεν μπορεί παρά να στηριζόταν στον παράγοντα άνθρωπο και το φιλότιμό του. Και δίκαια ξεχωρίζει αρκετές φορές στη διήγησή της τον αείμνηστο διευθυντή του Ιδρύματος, τον γιατρό Εμμανουήλ Κωσταρίδη. Ακούστε την:
Η ψυχή του Σανατορίου ήταν ο διευθυντής, ο γιατρός που τους ενθάρρυνε όλους και μελετούσε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, προσπαθώντας να λύσει τα ερωτηματικά και τα κενά που τον απασχολούσαν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βοηθήσει άπορους και τους συμπαραστεκόταν. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν με αγάπη και σεβασμό, αφού προσπαθούσε να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε, αλλά και να βρει λύσεις για όλα τ’ άλλα θέματα του Ιδρύματος.
Και μια προσωπική εξομολόγηση-παρένθεση, στο σημείο αυτό, εκ βαθέων. Το 1983 έκανα κι εγώ την αιμόπτυσή μου, για να διαπιστώσει ο καλός γιατρός Εμμανουήλ Κωσταρίδης την ύπαρξη του μυκοβακτηρίδιου της φυματίωσης και την σπηλαιώδη επεξεργασία στους πνεύμονές μου και να με αποθεραπεύσει πλήρως και δια παντός. Και δεν θα ξεχάσω εσαεί την καλοσύνη του και την ανθρωπιά του και την επιστημοσύνη του.
Είναι κι αυτός ένας πρόσθετος λόγος που το βιβλίο της Ίριδας με άγγιξε ιδιαίτερα. Κλείνει η παρένθεση.
Και με άγγιξε ακόμη ο έρωτας της Ελένης, που πια την γνώριζε ο κόσμος όλος του νησιού για τα ραψίματά της, με τον Χασάν που ήταν υπεύθυνος για τα κλειδιά των αμαξιών του Ιδρύματος και της πρόσφερε εκείνη την μικροσκοπική ορχιδέα τυλιγμένη προσεχτικά σ’ ένα πλατανόφυλλο, τότε που είχαν ανθίσει οι ανεμώνες κι είχαν γεμίσει τις πλαγιές. Κι ήταν τότε που άρχισαν να πλέκουν την αγάπη τους με πολύχρωμες κλωστές και μετρούσαν τον χρόνο μόνο με στιγμές και ώρες, γιατί έτσι πρέπει να μετριέται η ζωή των ανθρώπων.
Και σαν ήρθε εκείνη η άνοιξη μαζί με τα πρώτα χελιδόνια, ήρθαν μαζί ναυτίες και ζαλάδες, τότε που ως το φθινόπωρο η Ελένη θα γινόταν μητέρα. Και δος του να χορεύει ο Χασάν μες στη χαρά και να μαζεύει φασκόμηλο και τσάι του βουνού και άγριες ορχιδέες για την καλή του.
Μα όσο περνούσε ο καιρός κι οι εβδομάδες, η Ελένη αντί να παχαίνει, όλο κι αδυνάτιζε κι άρχισε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ήταν τότε που την πλησίασε το χτικιό και την πήρε μαζί του, μαζί με το μωρό, κι έσβησαν οι δυο για πάντα. Κι ο Χασάν έριξε πέτρα πίσω του, περιπλανήθηκε για καιρό στα απέναντι μικρασιατικά παράλια, από τη Σμύρνη ως το Μαρμαρίς, μέχρι να βρει το καταφύγιό του εκεί στο ερειπωμένο Λιβίσι στον κόλπο της Μάκρης, στο ερειπωμένο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ίσως, για να μπορεί να βλέπει απέναντι το βουνό του Προφήτη Ηλία, την Ελεούσα, εκεί που κάποτε βρήκε τον έρωτα με τη δική του Ελένη…
Το βιβλίο της Ίριδας Μαυράκη είναι ένας κόσμος συναισθημάτων που διαπλέκεται γλυκά με την νεότερη ροδιακή ιστορία. Είναι ένας κόσμος της μεταπελευθερωτικής περιόδου του νησιού, όπου οι άνθρωποί της είδαν για πρώτη φορά την Ελευθερία τους, έζησαν σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική με προεξάρχουσες τις ιδέες της αλληλεγγύης, του ουμανισμού, της ευαισθησίας, της ενσυναίσθησης και του αλληλοσεβασμού, μα και συνάμα τον κόσμο μιας μίζερης μεταπολεμικής περιόδου όπου η μετανάστευση αποτέλεσε τη λύτρωση απέναντι στην ανέχεια και τη φτώχια. Κι ανάμεσα σε όλα τούτα, τον έρωτα ανάμεσα στους ανθρώπους, που δεν γνωρίζει θρησκείες, κοινωνικά στρώματα κι ούτε νοιάζεται ακόμα κι αν μπει ανάμεσα τους το θανατηφόρο χτικιό, η φθίση, το μαράζι.
Το βιβλίο το διάβασα απνευστί. Κι ο λόγος ήταν πάρα πολύ απλός. Γραφή απλή, σωστή χρήση της γλώσσας, καλή δομή της ύλης, ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία γύρω από το σοβαρό θέμα της φυματίωσης στο νησί της Ρόδου σε καιρούς χαλεπούς.
Οι σελίδες του είναι γεμάτες από χρήσιμες ιστορικά πληροφορίες, πέραν του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Αλλά προσωπικά, κράτησα -αν μου επιτρέπεται η έκφραση- και την λογοτεχνίζουσα γραφή του, την οποία ειλικρινά βρήκα επίσης ενδιαφέρουσα. Μπράβο, και στα επόμενα ενδιαφέροντα της συγγραφέως.
Καταληκτικά, θα πω μόνον ότι είμαι βέβαιος, πως αν ψάχναμε τους λόγους ή τον λόγο, για τον οποίο η Ίρις Μαυράκη έγραψε αυτό το βιβλίο, προσωπικά θα σας έλεγα ένα και μόνο λόγο. Να ζήσει και να δει να ξαναζωντανεύουν αυτά τα πανέμορφα κτίρια, αυτός ο οικιστικός ιστός, να βρουν τον σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από την υπηρέτηση του ελληνικού πολιτισμού και μόνον του πολιτισμού, σε μια εποχή απαξίας και πολιτισμικής μιζέριας.
Ίρις, σ’ ευχαριστούμε που συνεχίζεις να νοιάζεσαι για τη Ρόδο, τους ανθρώπους της και τον πολιτισμό της.
Τέλος, να μου επιτρέψετε να κάνω μια ευχή και μόνο:
Τούτα τα εγκαταλειμμένα κτίρια που μέρα με τη μέρα καταρρέουν, να γίνουν το συντομότερο δυνατόν με την πρωτοβουλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης -όπως επιτάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση- με την πλησιέστερη αρχή στον πολίτη, η απαρχή της δημιουργίας ενός χώρου του Πολιτισμού και της Ιστορίας του τόπου μας. Ακριβώς για να μην μας πληγώνει η Ελλάδα, όπου κι αν ταξιδέψουμε, όπως μας φώναξε σε καιρούς χαλεπούς ένας δικός μας άνθρωπος, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
[1] Κλαδάκης Γιάννης, Παραδοσιακά Τραγούδια της Ρόδου, εισαγωγή-επιμέλεια κειμένων Μανόλης Μακρής, έκδ. Σ.Γ.Τ.Δ., Ρόδος, 2009, σ. 306.
[2] Κλαδάκης Γιάννης, ό.π., σ. 290.
[3] Κλαδάκης Γιάννης, ό.π., σ. 298.